καλλίπρῳρος

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐπρῳρος Medium diacritics: καλλίπρῳρος Low diacritics: καλλίπρωρος Capitals: ΚΑΛΛΙΠΡΩΡΟΣ
Transliteration A: kallíprōiros Transliteration B: kalliprōros Transliteration C: kalliproros Beta Code: kalli/prw|ros

English (LSJ)

καλλίπρῳρον, (πρῷρα) with beautiful prow, of ships, E.Med. 1335: metaph., of men, with beautiful face, beautiful, βλάστημα A.Th.533; στόμα κ. Id.Ag.235 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 à la belle proue;
2 à l'aspect gracieux, de belle apparence.
Étymologie: καλός, πρῷρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλίπρῳρος en καλλίπρωιρος -ον [καλός, πρῷρα] met mooie voorsteven:; τὸ καλλίπρῳρον... Ἀργοῦς σκάφος het schip de Argo, met zijn mooie voorsteven Eur. Med. 1335; overdr. fraai gevormd:. στόμα καλλίπρῳρος haar fraai gevormde mond Aeschl. Ag. 235.

German (Pape)

mit schönem Vorderteil, Ἀργοῦς σκάφος Eur. Med. 1335.
übertragen, mit schönem Antlitz, Aesch. Spt. 515, στόμα Ag. 227.

Russian (Dvoretsky)

καλλίπρῳρος:
1 (о корабле), с красивой носовой частью (Ἀργοῦς σκάφος Eur.);
2 с красивым лицом, красивый (sc. ἀνδρόπαις ἀνήρ Aesch.).

Greek Monotonic

καλλίπρῳρος: -ον (πρῴρα), αυτός που έχει όμορφη πλώρη, σε Ευρ.· μεταφ., αυτός που έχει ωραίο πρόσωπο, ωραίος, όμορφος, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίπρῳρος: -ον, (πρῷρα) ἔχων ὡραῖαν πρῷραν, ἐπὶ πλοίων, τὸ καλλίπρῳρον Ἀργοῦς σκάφος Εὐρ. Μήδ. 1335: - μεταφ., επὶ ἀνθρώπων, ἔχων ὡραῖον πρόσωπον, ὡραῖος, Αἰσχύλ. Θήβ. 533. στόμα καλλ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 235. - Καθ’ Ἡσύχ.: «καλλίπρῳρον· εὐπρόσωπον».

Middle Liddell

καλλί-πρῳρος, ον πρῴρα
with beautiful prow, Eur.:— metaph. with beautiful face, beautiful, Aesch.

English (Woodhouse)

with beautiful cheeks, with beautiful prow

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)