Anonymous

καταγορευτικός: Difference between revisions

From LSJ
2b
(19)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταγορευτικός]], -ή, -όν (Α) [[καταγορεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που αποφαίνεται οριστικά για κάποιο [[πράγμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Περὶ τῶν καταγορευτικῶν» — [[τίτλος]] έργου του Χρυσίππου.
|mltxt=[[καταγορευτικός]], -ή, -όν (Α) [[καταγορεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που αποφαίνεται οριστικά για κάποιο [[πράγμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Περὶ τῶν καταγορευτικῶν» — [[τίτλος]] έργου του Χρυσίππου.
}}
{{elru
|elrutext='''κατᾰγορευτικός:''' филос. определительный Diog. L.
}}
}}