Anonymous

κατακάρφομαι: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
 
(2b)
Line 1: Line 1:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατακάρφομαι:''' Παθ., ξεραίνομαι, [[πέφτω]] [[κάτω]] [[ξερός]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''κατακάρφομαι:''' Παθ., ξεραίνομαι, [[πέφτω]] [[κάτω]] [[ξερός]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατακάρφομαι:''' засыхать, увядать: φυλλάδος [[ἤδη]] κατακαρφομένης Aesch. когда листва (древа жизни) уже увяла.
}}
}}