Anonymous

κατόμνυμι: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατόμνῡμι:''' μέλ. <i>-ομοῦμαι</i>, αόρ. αʹ <i>-ώμοσα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[επιβεβαιώνω]] με όρκο, <i>τί τινι</i>, σε Αριστοφ.· με απαρ., ορκίζομαι ότι..., σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[φέρνω]] σε [[μαρτυρία]], [[ορκίζω]], <i>τὴν ἐμὴν ψυχήν</i>, σε Ευρ.· ομοίως, στη Μέσ., σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> στην Μέσ. επίσης, με γεν., [[παίρνω]] όρκο [[εναντίον]] κάποιου, [[κατηγορώ]] ενόρκως, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''κατόμνῡμι:''' μέλ. <i>-ομοῦμαι</i>, αόρ. αʹ <i>-ώμοσα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[επιβεβαιώνω]] με όρκο, <i>τί τινι</i>, σε Αριστοφ.· με απαρ., ορκίζομαι ότι..., σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[φέρνω]] σε [[μαρτυρία]], [[ορκίζω]], <i>τὴν ἐμὴν ψυχήν</i>, σε Ευρ.· ομοίως, στη Μέσ., σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> στην Μέσ. επίσης, με γεν., [[παίρνω]] όρκο [[εναντίον]] κάποιου, [[κατηγορώ]] ενόρκως, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατόμνῡμι:''' тж. med. подтверждать клятвой, клясться: κατόμοσόν [[νυν]] ταυτά μοι Arph. поклянись же мне в этом; τὴν ἐμὴν ψυχὴν κ. Eur. клянусь своей душой; ὁ [[Λευτυχίδης]] κατόμνυται Δημαράτου Her. Леотихид под присягой обвиняет Демарата.
}}
}}