Anonymous

κατέσκληκα: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατέσκληκα:''' παρακ. του [[κατασκέλλομαι]].
|lsmtext='''κατέσκληκα:''' παρακ. του [[κατασκέλλομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατέσκληκα:''' pf. к [[κατασκέλλω]] 2.
}}
}}