Anonymous

κατερείπω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(2b)
(nl)
Line 33: Line 33:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κατερείπω:''' Diod. [[κατερειπόω]] (aor. 1 κατήρειψα, aor. 2 [[κατήριπον|κατήρῐπον]], pf. [[κατερήριπα|κατερήρῐπα]]; pf. pass. κατερήρειμμαι)<br /><b class="num">1)</b> разрушать, сокрушать ([[κατά]] μιν ἐρείπει [[πῦρ]] τε καὶ ὀξὺς [[Ἄρης]] Her.; σεισμος κατερείπων Plut.; καπνῷ κατερείπεσθαι Eur.);<br /><b class="num">2)</b> губить (τινά Plut.);<br /><b class="num">3)</b> (с aor. 2) рушиться, погибать ([[τεῖχος]] κατερήριπεν Hom.): κατήριπε ἐς [[ὕδωρ]] Theocr. он утонул.
|elrutext='''κατερείπω:''' Diod. [[κατερειπόω]] (aor. 1 κατήρειψα, aor. 2 [[κατήριπον|κατήρῐπον]], pf. [[κατερήριπα|κατερήρῐπα]]; pf. pass. κατερήρειμμαι)<br /><b class="num">1)</b> разрушать, сокрушать ([[κατά]] μιν ἐρείπει [[πῦρ]] τε καὶ ὀξὺς [[Ἄρης]] Her.; σεισμος κατερείπων Plut.; καπνῷ κατερείπεσθαι Eur.);<br /><b class="num">2)</b> губить (τινά Plut.);<br /><b class="num">3)</b> (с aor. 2) рушиться, погибать ([[τεῖχος]] κατερήριπεν Hom.): κατήριπε ἐς [[ὕδωρ]] Theocr. он утонул.
}}
{{elnl
|elnltext=κατ-ερείπω met acc. terneerwerpen, doen instorten, verwoesten; overdr.: ἃ καὶ σὲ κατερείπει wat zelfs jou terneerdrukt Plut. Sol. 6.6. med.-pass. intrans., met them. aor. κατήριπον en perf. κατερήριπα, instorten:; κατερείπεται (Troje) stort in Eur. Hec. 477 ( lyr. ); τεῖχος... κατερήριπεν de muur is ingestort Il. 14.55; in... vallen:. κατήριπε δ ’ ἐς μέλαν ὕδωρ hij stortte in het donkere water Theocr. Id. 13.49.
}}
}}