Anonymous

καχεξία: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰχεξία:''' ἡ ([[ἕξις]]), κακή [[κατάσταση]] σώματος, αντίθ. προς το [[εὐεξία]], σε Πλάτ. κ.λπ.
|lsmtext='''κᾰχεξία:''' ἡ ([[ἕξις]]), κακή [[κατάσταση]] σώματος, αντίθ. προς το [[εὐεξία]], σε Πλάτ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''καχεξία:''' ἡ<b class="num">1)</b> плохое состояние, болезненность (τῶν σωμάτων Plat.; κ. νόσῳ ἀκολουθεῖ Arst.);<br /><b class="num">2)</b> дурное настроение Polyb.
}}
}}