καχεξία
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
English (LSJ)
ἡ,
A bad habit of body, opp. εὐεξία, Hp.Aph.3.31 (pl.), Pl.Grg.450a, Arist.EN1129a20, PSI6.632.8 (iii B.C.); distinguished from κακοχυμία, Gal. 10.263.
2 of the mind, bad disposition, disaffection, Diph.24, Nicol.Com.1.12, Plb.5.87.3, Hierocl.in CA7p.430M.: play on both meanings in Str.14.5.14.
3 in Lit. Crit., bad style, καχεξία τῆς ἑρμηνείας Phld.Rh.1.188 S., al.: pl., ib.189 S.
German (Pape)
[Seite 1409] ἡ, schlechter Zustand, bes. schlechte Beschaffenheit des Leibes u. der Gesundheit; σωμάτων, Gegensatz εὐεξία, Plat. Gorg. 450 a; Arist. part. anim. 3, 5; Sp., bes. Medic. – Übertr., üble Gesinnung, schlechte Denkart, Diphil. bei Ath. VI, 254 f; καὶ ῥᾳθυμία Pol. 5, 87, 3.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
mauvaise constitution physique.
Étymologie: κακός, ἔχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καχεξία -ας, ἡ, Ion. κακεξίη [κακός, ἔχω] slechte conditie.
Russian (Dvoretsky)
καχεξία: ἡ
1 плохое состояние, болезненность (τῶν σωμάτων Plat.; κ. νόσῳ ἀκολουθεῖ Arst.);
2 дурное настроение Polyb.
Greek Monolingual
η (ΑΜ καχεξία)
ιατρ. βαριά διαταραχή και εξασθένηση όλων τών λειτουργιών της θρέψης
αρχ.
1. μτφ. (για την ψυχή) κακή διάθεση, δυσαρέσκεια
2. (ως φιλολογικός όρος)
το κακό ύφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καχέκτης. Η λ. ως επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. cachexia < υστερολατ. cachexia < καχεξία < καχό- (πρβλ. κακ-ο-) + -ἑξία < -έκτης < ἔχω, πρβλ. μέλλ. ἕξω)].
Greek Monotonic
κᾰχεξία: ἡ (ἕξις), κακή κατάσταση σώματος, αντίθ. προς το εὐεξία, σε Πλάτ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰχεξία: ἡ, (ἕξις), κακὴ κατάστασις τοῦ σώματος, ἀντίθ. τῷ εὐεξία, Ἱππ. Ἀφ. 1248, Πλάτ. Γοργ. 450Α, Ἀριστ., κτλ. 2) ἐπὶ τῆς ψυχῆς, κακὴ διάθεσις, κακὴ κατάστασις, Δίφιλ. ἐν «Γαμ.» 1, Νικόλ. ἐν Ἀδήλ. 1. 12, Πολύβ. 5. 87, 3.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: bad condition of body or mind (IA.)
Derivatives: backformation καχέκτης m. in bad condition, ill, ill-disposed, from where καχεκτικός, -τέω, -τεύομαι (hell.), also καχεξής (Phld. Rh. 1, 36 S.; uncertain).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Compound of κακῶς ἔχειν; opposite εὑεξία with -έκτης etc.
Middle Liddell
κᾰχ-εξία, ἡ, ἕξις
a bad habit of body, opp. to εὐεξία, Plat., etc.
Frisk Etymology German
καχεξία: {kakheksía}
Grammar: f.
Meaning: ‘schlechter Zustand des Körpers od. der Seele, Unwohlsein’ (ion. att.)
Derivative: mit der Rückbildung καχέκτης m. in schlechtem Zustand befindlich, krank, übelgesinnt, wovon καχεκτικός, -τέω, -τεύομαι (hell. u. spät), auch καχεξής (Phld. Rh. 1, 36 S.; nicht sicher).
Etymology: Zusammenbildung aus κακῶς ἔχειν; Gegensatz εὐεξία mit -έκτης usw. von εὖ ἔχειν.
Page 1,804