Anonymous

κεραστός: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κεραστός:''' -ή, -όν ([[κεράννυμι]]), ανακατεμένος, αναμεμειγμένος, σε Ανθ.
|lsmtext='''κεραστός:''' -ή, -όν ([[κεράννυμι]]), ανακατεμένος, αναμεμειγμένος, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''κεραστός:''' adj. verb. к [[κεράννυμι]].
}}
}}