Anonymous

κέραμος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κέρᾰμος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> ύλη κεραμέα, [[πηλός]] κεραμέα, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> οτιδήποτε φτιαγμένο από [[χώμα]], όπως·<br /><b class="num">1.</b> πήλινο [[αγγείο]], [[κανάτα]] για [[κρασί]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· επίσης περιληπτικά, κεραμική, σε Αριστοφ.· κ. ἐσάγεται [[πλήρης]] οἴνου, κανάτες γεμάτες [[κρασί]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[κεραμίδι]] και με περιληπτική [[σημασία]], κεραμίδια της στέγης, σε Αριστοφ., Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> [[ειρκτή]], [[φυλακή]], που χρησιμοποιείται για να δεσμεύσει κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''κέρᾰμος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> ύλη κεραμέα, [[πηλός]] κεραμέα, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> οτιδήποτε φτιαγμένο από [[χώμα]], όπως·<br /><b class="num">1.</b> πήλινο [[αγγείο]], [[κανάτα]] για [[κρασί]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· επίσης περιληπτικά, κεραμική, σε Αριστοφ.· κ. ἐσάγεται [[πλήρης]] οἴνου, κανάτες γεμάτες [[κρασί]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[κεραμίδι]] και με περιληπτική [[σημασία]], κεραμίδια της στέγης, σε Αριστοφ., Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> [[ειρκτή]], [[φυλακή]], που χρησιμοποιείται για να δεσμεύσει κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''κέρᾰμος:''' ὁ<b class="num">1)</b> горшечная глина: ὁ ὠμὸς κ. Arst. сырая глина; ὁ ὀπτώμενος κ. Arst. обожженная глина;<br /><b class="num">2)</b> глиняный сосуд, жбан (κ. [[πλήρης]] οἴνου Her.; πολλὸν ἐκ κεράμων [[μέθυ]] πίνετο Hom.);<br /><b class="num">3)</b> собир. глиняная посуда Arph.;<br /><b class="num">4)</b> черепица (ὁ κ. τοῦ τέγους Arph.; λίθοις καὶ κεράμῳ βάλλειν Thuc.);<br /><b class="num">5)</b> черепичная кровля Arph., Anth., pl. NT;<br /><b class="num">6)</b> скорлупа или щит (sc. χελώνης Arph.);<br /><b class="num">7)</b> темница: χαλκέῳ ἐν κεράμῳ [[δέδετο]] Hom. в медной темнице был заключен (Арей).
}}
}}