Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κρατύνω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κρᾰτύνω:''' <i>[ῡ]</i>, Επικ. καρτ-, μέλ. <i>-ῠνῶ</i>, ([[κράτος]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ενισχύω]], [[ισχυροποιώ]], σε Ηρόδ., Θουκ. — Μέσ. <i>ἐκαρτύναντο [[φάλαγγας]]</i>, ενίσχυσαν, ενδυνάμωσαν τις τάξεις τους, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, στον Θουκ. — Παθ., ενισχύομαι, [[γίνομαι]] [[ισχυρός]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[σκληραίνω]], <i>τοὺς [[πόδας]]</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[κρατέω]], [[κυβερνώ]], [[εξουσιάζω]], με γεν., σε Σοφ., Ευρ.· επίσης με αιτ., σε Αισχύλ.· απόλ., στον ίδ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[γίνομαι]] [[κυρίαρχος]], [[αποκτώ]] την [[κατοχή]], με γεν., σε Σοφ.· με αιτ., <i>βασιληΐδα τιμὰνκρ</i>., έχω, [[εξασκώ]], σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> <i>καρτύνειν βέλεα</i>, [[χειρίζομαι]] ή τα [[ρίχνω]] με [[δύναμη]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''κρᾰτύνω:''' <i>[ῡ]</i>, Επικ. καρτ-, μέλ. <i>-ῠνῶ</i>, ([[κράτος]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ενισχύω]], [[ισχυροποιώ]], σε Ηρόδ., Θουκ. — Μέσ. <i>ἐκαρτύναντο [[φάλαγγας]]</i>, ενίσχυσαν, ενδυνάμωσαν τις τάξεις τους, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, στον Θουκ. — Παθ., ενισχύομαι, [[γίνομαι]] [[ισχυρός]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[σκληραίνω]], <i>τοὺς [[πόδας]]</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[κρατέω]], [[κυβερνώ]], [[εξουσιάζω]], με γεν., σε Σοφ., Ευρ.· επίσης με αιτ., σε Αισχύλ.· απόλ., στον ίδ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[γίνομαι]] [[κυρίαρχος]], [[αποκτώ]] την [[κατοχή]], με γεν., σε Σοφ.· με αιτ., <i>βασιληΐδα τιμὰνκρ</i>., έχω, [[εξασκώ]], σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> <i>καρτύνειν βέλεα</i>, [[χειρίζομαι]] ή τα [[ρίχνω]] με [[δύναμη]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κρᾰτύνω:''' эп. [[καρτύνω]] (ῡ)<br /><b class="num">1)</b> укреплять, усиливать (τὴν βασιληΐην Her.; τοὺς πόδας Xen.; τὴν [[ἀρχήν]] Plut.; med. φάλαγγας Hom.);<br /><b class="num">2)</b> med. вооружать (χεῖρας σπείρῃσι βοείαις Theocr.);<br /><b class="num">3)</b> снабжать укреплениями, укреплять (τὴν πόλιν, τείχη Thuc.);<br /><b class="num">4)</b> med. основывать, базировать (τῷ θείῳ νόμῳ τι Thuc.);<br /><b class="num">5)</b> владеть, властвовать, править (πτόλιν Aesch.; πάντα, χώρας τινός Soph.; Θηβαίας χθονός Eur.; ὁ τὸ [[κράτος]] ἔχων [[ἡγεμών]] Arst.);<br /><b class="num">6)</b> владеть, обладать (τινος Soph.; βασιληΐδα τιμάν Eur.).
}}
}}