Anonymous

κτήσιππος: Difference between revisions

From LSJ
3
(22)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κτήσιππος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει αποκτήσει, που κατέχει ίππους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κτησ</i>- του <i>κτῶμαι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κτήσις</i>) <span style="color: red;">+</span> [[ἵππος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ζεύξ</i>-<i>ιππος</i>, <i>κρατήσ</i>-<i>ιππος</i>). Η λ. [[είναι]] σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]]].
|mltxt=[[κτήσιππος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει αποκτήσει, που κατέχει ίππους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κτησ</i>- του <i>κτῶμαι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κτήσις</i>) <span style="color: red;">+</span> [[ἵππος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ζεύξ</i>-<i>ιππος</i>, <i>κρατήσ</i>-<i>ιππος</i>). Η λ. [[είναι]] σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]]].
}}
{{elru
|elrutext='''κτήσιππος:''' владеющий конями Luc.
}}
}}