κτήσιππος

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτήσιππος Medium diacritics: κτήσιππος Low diacritics: κτήσιππος Capitals: ΚΤΗΣΙΠΠΟΣ
Transliteration A: ktḗsippos Transliteration B: ktēsippos Transliteration C: ktisippos Beta Code: kth/sippos

English (LSJ)

κτήσιππον, possessing horses, pr. n. in Od., cf. Luc.Fug.26.

German (Pape)

[Seite 1519] Pferde besitzend, vgl. Luc. Fugit. 26. – S. Nom. pr.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui possède des chevaux.
Étymologie: κτάομαι, ἵππος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κτήσιππος -ον [κτάομαι, ἵππος] die paarden bezit.

Russian (Dvoretsky)

κτήσιππος: владеющий конями Luc.

Greek (Liddell-Scott)

κτήσιππος: -ον, ἔχων ἵππους· κύρ. ὄνομ. ἐν τῇ Ὀδ., πρβλ. Λουκ. Δραπ. 26.

Greek Monolingual

κτήσιππος, -ον (Α)
αυτός που έχει αποκτήσει, που κατέχει ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτησ- του κτῶμαι (πρβλ. κτήσις) + ἵππος (πρβλ. ζεύξιππος, κρατήσιππος). Η λ. είναι σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος].