Anonymous

λειτουργία: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λειτουργία:''' ἡ ([[λειτουργέω]])·<br /><b class="num">I.</b> στην Αθήνα, [[βαρύ]] [[δημόσιο]] [[καθήκον]], το οποίο οι πλουσιώτεροι πολίτες αναλάμβαναν να εκτελέσουν με δικές τους δαπάνες. Οι τακτικές λειτουργίες, οι λεγόμενες <i>ἐγκύκλιοι</i> στην Αθήνα, ήταν η [[γυμνασιαρχία]], η [[χορηγία]] και η [[ἑστίασις]]· οι έκτακτες, όπως η [[τριηραρχία]], εξυπηρετούσαν ιδιαίτερες ανάγκες της Πολιτείας.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[κάθε]] [[υπηρεσία]] ή [[εξυπηρέτηση]], [[βοήθεια]], [[επικουρία]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">III.</b> δημόσια [[λατρεία]] θεών, σε Αριστ.· [[υπηρεσία]] ή [[ιερή]] [[διακονία]] ιερέων, σε Καινή Διαθήκη· [[έπειτα]], με τη σύγχρονη [[έννοια]], Θεία [[λειτουργία]], Θεία Ευχαριστία.
|lsmtext='''λειτουργία:''' ἡ ([[λειτουργέω]])·<br /><b class="num">I.</b> στην Αθήνα, [[βαρύ]] [[δημόσιο]] [[καθήκον]], το οποίο οι πλουσιώτεροι πολίτες αναλάμβαναν να εκτελέσουν με δικές τους δαπάνες. Οι τακτικές λειτουργίες, οι λεγόμενες <i>ἐγκύκλιοι</i> στην Αθήνα, ήταν η [[γυμνασιαρχία]], η [[χορηγία]] και η [[ἑστίασις]]· οι έκτακτες, όπως η [[τριηραρχία]], εξυπηρετούσαν ιδιαίτερες ανάγκες της Πολιτείας.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[κάθε]] [[υπηρεσία]] ή [[εξυπηρέτηση]], [[βοήθεια]], [[επικουρία]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">III.</b> δημόσια [[λατρεία]] θεών, σε Αριστ.· [[υπηρεσία]] ή [[ιερή]] [[διακονία]] ιερέων, σε Καινή Διαθήκη· [[έπειτα]], με τη σύγχρονη [[έννοια]], Θεία [[λειτουργία]], Θεία Ευχαριστία.
}}
{{elru
|elrutext='''λειτουργία:''' атт. [[λῃτουργία]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> лейтургия (литургия), общественная повинность (в Афинах все граждане с имущественным цензом не ниже трех талантов должны были, в порядке известной очереди, выполнять на свой счет лейтургии регулярные: [[χορηγία]], [[γυμνασιαρχία]], [[ἑστίασις]], [[ἀρχιθεωρία]] - и чрезвычайные: τριηραρχια, [[προεισφορά]]) Isocr., Plat., Arst. etc.;<br /><b class="num">2)</b> государственная служба, общественная работа: ὁ ἐπὶ λειτουργιῶν Polyb. начальник рабочей команды (в армии);<br /><b class="num">3)</b> работа, функция (ἡ τοῦ στόματος и διὰ τοῦ στόματος λ. Arst.);<br /><b class="num">4)</b> культ. служба, служение, почитание (πρὸς τοὺς θεούς Arst.; τῶν [[θεῶν]] Diod.);<br /><b class="num">5)</b> услуга (λ. φιλική Luc.; πρός τινα NT).
}}
}}