Anonymous

λειμών: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λειμών:''' -ῶνος, ὁ ([[λείβω]]), [[τόπος]] με [[υγρασία]], [[τόπος]] [[χλοερός]], [[λιβάδι]], Λατ. [[pratum]], σε Όμηρ., Αισχύλ. κ.λπ.
|lsmtext='''λειμών:''' -ῶνος, ὁ ([[λείβω]]), [[τόπος]] με [[υγρασία]], [[τόπος]] [[χλοερός]], [[λιβάδι]], Λατ. [[pratum]], σε Όμηρ., Αισχύλ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''λειμών:''' ῶνος ὁ<br /><b class="num">1)</b> луг ([[μαλακός]] Hom., Hes.; [[βαθύς]] Aesch.; перен. λ. Μουσῶν Arph.; πλούτου καὶ νεότητος λειμῶνες Plat.); пастбище, выгон ([[βουθερής]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> [[pudenda]] muliebria Eur.
}}
}}