Anonymous

λευκόπωλος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λευκόπωλος:''' -ον, αυτός που έχει [[λευκά]] άλογα, σε Τραγ.
|lsmtext='''λευκόπωλος:''' -ον, αυτός που έχει [[λευκά]] άλογα, σε Τραγ.
}}
{{elru
|elrutext='''λευκόπωλος:''' <b class="num">1)</b> несущийся на белых конях ([[ἡμέρα]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> белоконный ([[τέθριππον]] Plut.).
}}
}}