λευκόπωλος

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκόπωλος Medium diacritics: λευκόπωλος Low diacritics: λευκόπωλος Capitals: ΛΕΥΚΟΠΩΛΟΣ
Transliteration A: leukópōlos Transliteration B: leukopōlos Transliteration C: lefkopolos Beta Code: leuko/pwlos

English (LSJ)

λευκόπωλον, with white horses, ἡμέρα A.Pers.386, S.Aj.673; τέθριππον Plu.Cam.7; epithet of the Dioscuri (cf. λεύκιππος), Pi.P.1.66; at Thebes also of Amphion and Zethus, E.HF29; θεοί Id.Ph. 606.

German (Pape)

[Seite 34] mit weißen Rossen, fahrend, reitend; ἡμέρα, Aesch. Pers. 378 u. Soph. Ai. 658; Τυνδαρίδαι, die Dioskuren, die immer auf weißen Rossen reitend dargestellt werden, Pind. P. 1, 66; vgl. Eur. Herc. Fur. 29 Phoen. 606; λ. τέθριππον, ein Gespann von vier weißen Rossen, Plut. Camill. 7. Vgl. λεύκιππος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
traîné ou porté par un cheval blanc ou des chevaux blancs.
Étymologie: λευκός, πῶλος.

Russian (Dvoretsky)

λευκόπωλος:
1 несущийся на белых конях (ἡμέρα Aesch.);
2 белоконный (τέθριππον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

λευκόπωλος: -ον, ὁ μετὰ λευκῶν ἵππων, ἡμέρα Αἰσχύλ. Πέρσ. 386, Σοφ. Αἴ. 683· τέθριππον Πλουτ. Κάμιλλ. 7· - ὡς ἐπίθ. τῶν Διοσκόρων, ὡς τὸ λεύκιππος, Πινδ. Π. 1. 127· ἐν Θήβαις ἐπὶ τοῦ Ἀμφίονος καὶ Ζήθου, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 29, Φοίν. 606.

English (Slater)

λευκόπωλος with white horses λευκοπώλων Τυνδαριδᾶν (P. 1.66)

Greek Monolingual

λευκόπωλος, -ον (Α)
αυτός που έχει λευκούς ίππους («καὶ τέθριππον ὑποζευξάμενος λευκόπωλον ἐπέβη», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + πῶλος «νεαρός ίππος»].

Greek Monotonic

λευκόπωλος: -ον, αυτός που έχει λευκά άλογα, σε Τραγ.

Middle Liddell

λευκό-πωλος, ον
with white horses, Trag.

English (Woodhouse)

having white horses

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)