Anonymous

λῆμα: Difference between revisions

From LSJ
544 bytes added ,  31 December 2018
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῆμα:''' -ατος, τό ([[λάω]] Β)·<br /><b class="num">I.</b> [[θέληση]], [[επιθυμία]], [[απόφαση]], [[σκοπός]], [[σκέψη]], σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[κατάσταση]] πνεύματος, [[πνεύμα]], [[διάθεση]].<br /><b class="num">1.</b> [[καλή]] [[διάθεση]], δηλ. [[θάρρος]], [[αποφασιστικότητα]], σε Ηρόδ., Πίνδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> κακή [[διάθεση]], δηλ. [[θρασύτητα]], [[αλαζονεία]], [[αυθάδεια]], σε Σοφ.
|lsmtext='''λῆμα:''' -ατος, τό ([[λάω]] Β)·<br /><b class="num">I.</b> [[θέληση]], [[επιθυμία]], [[απόφαση]], [[σκοπός]], [[σκέψη]], σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[κατάσταση]] πνεύματος, [[πνεύμα]], [[διάθεση]].<br /><b class="num">1.</b> [[καλή]] [[διάθεση]], δηλ. [[θάρρος]], [[αποφασιστικότητα]], σε Ηρόδ., Πίνδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> κακή [[διάθεση]], δηλ. [[θρασύτητα]], [[αλαζονεία]], [[αυθάδεια]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῆμα:''' дор. [[λᾶμα]], ατος (λᾱ) τό [[λάω]] II]<br /><b class="num">1)</b> сила воли, решимость, отвага (λήματος [[πλέος]] Her.): λήματος [[κάκη]] Aesch. малодушие;<br /><b class="num">2)</b> сила, ловкость: τοξουλκῷ λήματι [[πιστός]] Aesch. полагаясь на свое стрелковое искусство;<br /><b class="num">3)</b> дерзость, наглость ([[ἀναιδές]] Soph.).
}}
}}