Anonymous

λῃστής: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῃστής:''' -οῦ, ὁ, Ιων. [[ληϊστής]], Δωρ. λᾳστής (<i>ληΐζομαι</i>)· [[ληστής]], [[κλέφτης]], [[άρπαγας]], σε Σοφ., Ευρ., Ξεν.· [[ιδίως]], [[ληστής]] της θάλασσας, [[πειρατής]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
|lsmtext='''λῃστής:''' -οῦ, ὁ, Ιων. [[ληϊστής]], Δωρ. λᾳστής (<i>ληΐζομαι</i>)· [[ληστής]], [[κλέφτης]], [[άρπαγας]], σε Σοφ., Ευρ., Ξεν.· [[ιδίως]], [[ληστής]] της θάλασσας, [[πειρατής]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῃστής:''' ион. [[ληϊστής]], οῦ ὁ<br /><b class="num">1)</b> разбойник, грабитель Xen., Plat., NT;<br /><b class="num">2)</b> морской разбойник, пират Her., Plat.;<br /><b class="num">3)</b> похититель, захватчик (τῆς τυραννίδος Soph.).
}}
}}