Anonymous

κτάομαι: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κτάομαι:''' Ιων. [[κτέομαι]]· μέλ. <i>κτήσομαι</i> και <i>κεκτήσομαι</i>, αόρ. αʹ [[ἐκτησάμην]], Επικ. <i>κτησάμην</i>· παρακ. [[κέκτημαι]] και [[ἔκτημαι]], Ιων. γʹ πληθ. [[ἐκτέαται]], ευκτ. <i>κεκτῄμην</i> ή <i>κεκτῴμην</i>· υπερσ. <i>ἐκεκτήμην</i> και [[κεκτήμην]], Ιων. γʹ πληθ. <i>ἔκτεατο</i>· αποθ.,<br /><b class="num">I.</b> στον ενεστ., παρατ., μέλ. και αόρ. αʹ. <b>1. α)</b> [[προμηθεύομαι]] για τον εαυτό μου, [[αποκτώ]], [[κερδίζω]], [[κατέχω]], σε Όμηρ.· κτήσασθαι βίον ἀπό τινος, [[κερδίζω]] το μεροκάματό μου από [[κάτι]], σε Ηρόδ.· κ.[[χάριν]], [[κερδίζω]] την [[εύνοια]], σε Σοφ.· <i>κ. φίλους</i>, <i>ἑταίρους</i>, στον ίδ. <b>β)</b> λέγεται για [[δεινά]], δυστυχίες, [[επιφέρω]], [[επισύρω]], [[υφίσταμαι]], [[προκαλώ]], στον ίδ., Ευρ. κ.λπ.· <i>κ. τινα πολέμιον</i>, τον [[καθιστώ]] τέτοιο, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[προμηθεύομαι]] ή [[αποκτώ]] για κάποιον [[άλλο]], ἐμοὶ ἐκτήσατο [[κεῖνος]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> στον παρακ. και υπερσ. με μέλ. <i>κεκτήσομαι</i>, έχω αποκτήσει, δηλ. [[κατέχω]], έχω, [[διαθέτω]], [[κρατώ]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· <i>κεκτ. τινα σύμμαχον</i>, σε Ευρ.· λέγεται για [[δεινά]], <i>κεκτ. [[κακά]]</i>, σε Σοφ., Ευρ.· <i>ὁ κεκτημένος</i>, [[ιδιοκτήτης]], [[κάτοχος]], [[κύριος]], ως ουσ., ὁ [[ἐμοῦ]] κ., σε Ευρ.· λέγεται για τον αφέντη και κύριο γυναίκας, σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> Παθ. αόρ. αʹ <i>ἐκτήθην</i>, με Παθ. [[σημασία]], [[αποκτώμαι]], στον ίδ., σε Θουκ.
|lsmtext='''κτάομαι:''' Ιων. [[κτέομαι]]· μέλ. <i>κτήσομαι</i> και <i>κεκτήσομαι</i>, αόρ. αʹ [[ἐκτησάμην]], Επικ. <i>κτησάμην</i>· παρακ. [[κέκτημαι]] και [[ἔκτημαι]], Ιων. γʹ πληθ. [[ἐκτέαται]], ευκτ. <i>κεκτῄμην</i> ή <i>κεκτῴμην</i>· υπερσ. <i>ἐκεκτήμην</i> και [[κεκτήμην]], Ιων. γʹ πληθ. <i>ἔκτεατο</i>· αποθ.,<br /><b class="num">I.</b> στον ενεστ., παρατ., μέλ. και αόρ. αʹ. <b>1. α)</b> [[προμηθεύομαι]] για τον εαυτό μου, [[αποκτώ]], [[κερδίζω]], [[κατέχω]], σε Όμηρ.· κτήσασθαι βίον ἀπό τινος, [[κερδίζω]] το μεροκάματό μου από [[κάτι]], σε Ηρόδ.· κ.[[χάριν]], [[κερδίζω]] την [[εύνοια]], σε Σοφ.· <i>κ. φίλους</i>, <i>ἑταίρους</i>, στον ίδ. <b>β)</b> λέγεται για [[δεινά]], δυστυχίες, [[επιφέρω]], [[επισύρω]], [[υφίσταμαι]], [[προκαλώ]], στον ίδ., Ευρ. κ.λπ.· <i>κ. τινα πολέμιον</i>, τον [[καθιστώ]] τέτοιο, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[προμηθεύομαι]] ή [[αποκτώ]] για κάποιον [[άλλο]], ἐμοὶ ἐκτήσατο [[κεῖνος]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> στον παρακ. και υπερσ. με μέλ. <i>κεκτήσομαι</i>, έχω αποκτήσει, δηλ. [[κατέχω]], έχω, [[διαθέτω]], [[κρατώ]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· <i>κεκτ. τινα σύμμαχον</i>, σε Ευρ.· λέγεται για [[δεινά]], <i>κεκτ. [[κακά]]</i>, σε Σοφ., Ευρ.· <i>ὁ κεκτημένος</i>, [[ιδιοκτήτης]], [[κάτοχος]], [[κύριος]], ως ουσ., ὁ [[ἐμοῦ]] κ., σε Ευρ.· λέγεται για τον αφέντη και κύριο γυναίκας, σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> Παθ. αόρ. αʹ <i>ἐκτήθην</i>, με Παθ. [[σημασία]], [[αποκτώμαι]], στον ίδ., σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''κτάομαι:''' ион. [[κτέομαι]] (ион. pf. [[ἔκτημαι]], ppf. ἐκεκτήμην и [[κεκτήμην]] - ион. [[ἐκτήμην]], fut. 3 κεκτήσομαι и [[ἐκτήσομαι]], inf. pf. ἐκτῆσθαι, conjct. [[κέκτωμαι]], opt. [[κεκτῄμην]]; pass. aor. ἐκτήθην; adj. verb. [[κτητός]])<br /><b class="num">1)</b> приобретать, наживать (κτήματα, [[οἰκῆας]] Hom.; φίλους Soph.; ἑταίρους Eur.; εἰρήνην Plut.; τι διὰ χρημάτων NT): [[πολλάκις]] δοκεῖ τὸ φυλάξαι τἀγαθὰ τοῦ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι Dem. часто кажется, что уберечь добро труднее, чем нажить; κ. βίον [[ἀπό]] τινος Her. извлекать средства к жизни из чего-л.; [[χάριν]] κτήσασθαι [[ἀπό]] и ἔκ τινος Soph. или [[παρά]] τινος Xen. заслужить чью-л. благодарность; κτήσασθαί τινα [[πολέμιον]] Xen. нажить себе врага в ком-л.; κτήσασθαι κακὸν λόγον πρός τινος Eur. заслужить осуждение у кого-л.;<br /><b class="num">2)</b> приживать, порождать (παῖδας ἐκ γυναικός Eur.);<br /><b class="num">3)</b> (в pf., ppf., fut. 3) иметь, владеть, обладать: τὸ κεκτῆσθαι τἀγαθὰ καὶ τὸ [[χρῆσθαι]] αὐτοῖς Plat. обладание благами и пользование ими; ἀπειπεῖν [[ὅπλα]] μὴ ἐκτῆσθαι Her. запретить (кому-л.) иметь оружие; φωνὴν βάρβαρον κεκτημένος Aesch. говорящий на чужом языке; τινὰ σύιιμαχον κεκτημένος Eur. имеющий кого-л. в качестве союзника; (τὰ χρήματα) καὶ κτωμένους εὐφραίνει, καὶ κεκτημένους ποιεῖ [[ζῆν]] Xen. богатство радует приобретающих (его) и дает возможность жить обладающим (им); ἕτερον [[μέν]] τι τὸ κεκτῆσθαι τὴν ἐπιστήμην, ἕτερον δὲ τὸ ἔχειν Plat. одно дело обладать знанием, другое - иметь его (обладать - в знач. приобрести - можно и ложным знанием, а иметь, по мнению Платона, можно лишь истинное); ὁ κεκτημένος Trag. владелец, хозяин, тж. повелитель, господин; ἡ κεκτημένη Arph. госпожа; οἱ κτώμενοι Arst. состоятельные люди, имущие; κτηθεῖσα Eur. служанка, рабыня;<br /><b class="num">4)</b> навлекать на себя (κακά, ὀργάν τινος Soph.; συμφοράς Eur.): κτήσασθαι [[αὑτῷ]] θάνατον Soph. найти (долгожданную) смерть; κτήσασθαι ἔχθραν πρός τινα Thuc. навлечь на себя чью-л. вражду; κτήσασθαι δυσσέβειαν Soph. навлечь на себя упрек в нечестивости; ὁ κεκτημένος τὸν φθόνον Plat. завистник.
}}
}}