Anonymous

λυσιτέλεια: Difference between revisions

From LSJ
3
(23)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[λυσιτέλεια]]) [[λυσιτελής]]<br />[[κέρδος]], όφελος («καὶ ζητοῡντι τὴν ἑτέρων λυσιτέλειαν», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[λυσιτέλεια]] περὶ τὸν χρόνον» — [[αναβολή]] πληρωμών [[ωσότου]] καταστούν υποχρεωτικές<br />β) «διὰ λυσιτέλειαν» — για [[οικονομία]].
|mltxt=η (Α [[λυσιτέλεια]]) [[λυσιτελής]]<br />[[κέρδος]], όφελος («καὶ ζητοῡντι τὴν ἑτέρων λυσιτέλειαν», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[λυσιτέλεια]] περὶ τὸν χρόνον» — [[αναβολή]] πληρωμών [[ωσότου]] καταστούν υποχρεωτικές<br />β) «διὰ λυσιτέλειαν» — για [[οικονομία]].
}}
{{elru
|elrutext='''λῡσῐτέλεια:''' ἡ польза, выгода Diod., Diog. L.: λ. περὶ τὸν χρόνον Polyb. выигрыш во времени.
}}
}}