Anonymous

λυσιτέλεια: Difference between revisions

From LSJ
23
(Bailly1_3)
(23)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />avantage, gain, profit.<br />'''Étymologie:''' [[λυσιτελής]].
|btext=ας (ἡ) :<br />avantage, gain, profit.<br />'''Étymologie:''' [[λυσιτελής]].
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[λυσιτέλεια]]) [[λυσιτελής]]<br />[[κέρδος]], όφελος («καὶ ζητοῡντι τὴν ἑτέρων λυσιτέλειαν», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[λυσιτέλεια]] περὶ τὸν χρόνον» — [[αναβολή]] πληρωμών [[ωσότου]] καταστούν υποχρεωτικές<br />β) «διὰ λυσιτέλειαν» — για [[οικονομία]].
}}
}}