3,273,446
edits
(5) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ληΐς:''' Δωρ. λᾱϊς, -ΐδος, ἡ, Επικ. αντί [[λεία]], [[λάφυρο]], αυτό που αρπάζεται με τη [[βία]], σε Όμηρ., κ.λπ.· [[κυρίως]] λέγεται για βοοειδή, σε Ομήρ. Ιλ.· [[χωρίς]] τη [[σημασία]] της διαρπαγής, βοοειδή, [[αγέλη]], [[κοπάδι]], [[ποίμνιο]], σε Ησίοδ., Θεόκρ. | |lsmtext='''ληΐς:''' Δωρ. λᾱϊς, -ΐδος, ἡ, Επικ. αντί [[λεία]], [[λάφυρο]], αυτό που αρπάζεται με τη [[βία]], σε Όμηρ., κ.λπ.· [[κυρίως]] λέγεται για βοοειδή, σε Ομήρ. Ιλ.· [[χωρίς]] τη [[σημασία]] της διαρπαγής, βοοειδή, [[αγέλη]], [[κοπάδι]], [[ποίμνιο]], σε Ησίοδ., Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ληΐς:''' ΐδος (ῐδ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> Hom., Aesch., Xen. = [[λεία]] I;<br /><b class="num">2)</b> скот, стадо Hes., Theocr. | |||
}} | }} |