Anonymous

λιθόδερμος: Difference between revisions

From LSJ
3
(23)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιθόδερμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει σκληρό [[δέρμα]].
|mltxt=[[λιθόδερμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει σκληρό [[δέρμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''λῐθόδερμος:''' с твердой как камень кожей Arst.
}}
}}