Anonymous

ματαιόομαι: Difference between revisions

From LSJ
3
(6_20)
 
(3)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾰταιόομαι''': Παθ., ἀπατῶμαι, Μελέτ. ἐν. Ἀνεκ. Ὀξων. τ. 3. σ. 5· μεματαίωταί σοι, ἔχεις πράξει ἀνοήτως, Ἑβδ. (Α΄ Σαμ. ΙΓ΄, 13)· ― οὐσιαστ. [[ματαίωσις]], εως, ἡ, Ἀθανάσ. τ. 1, σ. 1041Α.
|lstext='''μᾰταιόομαι''': Παθ., ἀπατῶμαι, Μελέτ. ἐν. Ἀνεκ. Ὀξων. τ. 3. σ. 5· μεματαίωταί σοι, ἔχεις πράξει ἀνοήτως, Ἑβδ. (Α΄ Σαμ. ΙΓ΄, 13)· ― οὐσιαστ. [[ματαίωσις]], εως, ἡ, Ἀθανάσ. τ. 1, σ. 1041Α.
}}
{{elru
|elrutext='''ματαιόομαι:''' становиться суетным (ἔν τινι NT).
}}
}}