Anonymous

μαρμαρωπός: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μαρμᾰρωπός:''' -όν (ὤψ), αυτός που έχει σπινθηροβόλα μάτια, σε Ευρ.
|lsmtext='''μαρμᾰρωπός:''' -όν (ὤψ), αυτός που έχει σπινθηροβόλα μάτια, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μαρμᾱρωπός:''' с горящими глазами, со сверкающим взором ([[λύσσα]] Eur.).
}}
}}