μαρμαρωπός

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαρμᾰρωπός Medium diacritics: μαρμαρωπός Low diacritics: μαρμαρωπός Capitals: ΜΑΡΜΑΡΩΠΟΣ
Transliteration A: marmarōpós Transliteration B: marmarōpos Transliteration C: marmaropos Beta Code: marmarwpo/s

English (LSJ)

μαρμαρωπόν, with sparkling eyes, Λύσσα E.HF884 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont le regard ou l'aspect pétrifie.
Étymologie: μάρμαρος, ὤψ.

German (Pape)

funkelndes Auges, λύσσα, Eur. Herc.Fur. 883.

Russian (Dvoretsky)

μαρμᾱρωπός: с горящими глазами, со сверкающим взором (λύσσα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

μαρμᾰρωπός: -όν, ἔχων μαρμαίροντας, ἀκτινοβολοῦντας ὀφθαλμούς, Λύσσα Εὐρ. Ἡρακλ. Μαιν. 883.

Greek Monolingual

μαρμαρωπός, -ή, -όν (Α)
αυτός που έχει ακτινοβόλα, λαμπερά μάτια («Λύσσα μαρμαρωπός», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος + -ωπός (ὤψ, ὠπός «μάτι, όψη»), πρβλ. αρρεν-ωπός σκυθρ-ωπός].

Greek Monotonic

μαρμᾰρωπός: -όν (ὤψ), αυτός που έχει σπινθηροβόλα μάτια, σε Ευρ.

Middle Liddell

μαρμᾰρ-ωπός, όν [ὤψ]
with sparkling eyes, Eur.