Anonymous

μαστιχάω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μαστῐχάω:''' ([[μάσταξ]];), [[τρίζω]] τα δόντια μου, Επικ. μτχ. <i>μαστιχόων</i>, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''μαστῐχάω:''' ([[μάσταξ]];), [[τρίζω]] τα δόντια μου, Επικ. μτχ. <i>μαστιχόων</i>, σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μαστῐχάω:''' (только part. praes. μαστιχόων) скрежетать зубами (Hes. - v. l. [[μαστάζω]] и [[μαστιόω]]).
}}
}}