Anonymous

μεταναγιγνώσκομαι: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεταναγιγνώσκομαι:''' Παθ., [[μετανιώνω]] για [[κάτι]], με γεν., σε Σοφ.
|lsmtext='''μεταναγιγνώσκομαι:''' Παθ., [[μετανιώνω]] για [[κάτι]], με γεν., σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταναγιγνώσκομαι:''' настраиваться на другой лад, передумывать: [[Αἴας]] μετανεγνώσθη θυμοῦ τ᾽ Ἀτρείδαις Soph. Эант отвратил свой гнев от Атридов.
}}
}}