μεταναγιγνώσκομαι
τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon
English (LSJ)
Pass., repent of, c. gen., Αἴας μετανεγνώσθη θυμοῦ (Herm. for θυμὸν)… μεγάλων τε νεικέων S.Aj.717 (lyr.).
Russian (Dvoretsky)
μεταναγιγνώσκομαι: настраиваться на другой лад, передумывать: Αἴας μετανεγνώσθη θυμοῦ τ᾽ Ἀτρείδαις Soph. Эант отвратил свой гнев от Атридов.
Greek (Liddell-Scott)
μεταναγιγνώσκομαι: Παθ., μετανοῶ ἐπί τινι, μετὰ γεν., Αἴας μετανεγνώσθη θυμοῦ (οὕτως ὁ Ἕρμ. ἀντὶ τοῦ θυμόν)... μεγάλων τε νεικέων Σοφ. Αἴ. 717· ἀλλὰ τὸ ἐγνώσθην εἴτε ἁπλοῦν εἴτε σύνθετον, οὐδαμοῦ ἀπαντᾷ μετὰ ἐνεργητικῆς σημασίας, ὥστε πιθανῶς εἶναι παθητικόν, καὶ πρέπει νὰ ἑρμηνευθῇ «μετεπείσθη» ἢ κατὰ τὸν Ἡσύχ. «μετανεπείσθη», ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ.
Greek Monolingual
μεταναγιγνώσκομαι (Α)
μετανοώ για κάτι, μεταπείθομαι, αλλάζω γνώμη («Αἴας μετανεγνώσθη θυμῶν... μεγάλων τε νεικέων», Σοφ.).
Greek Monotonic
μεταναγιγνώσκομαι: Παθ., μετανιώνω για κάτι, με γεν., σε Σοφ.