Anonymous

μετασκευάζω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετασκευάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> φορώ διαφορετικό [[ένδυμα]] ([[σκευή]]), [[αλλάζω]] ρυθμό, [[μορφή]], [[μετασχηματίζω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[μαζεύω]] τα πράγματά μου για να αλλάξω [[κατάλυμα]], σε Λουκ.
|lsmtext='''μετασκευάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> φορώ διαφορετικό [[ένδυμα]] ([[σκευή]]), [[αλλάζω]] ρυθμό, [[μορφή]], [[μετασχηματίζω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[μαζεύω]] τα πράγματά μου για να αλλάξω [[κατάλυμα]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''μετασκευάζω:''' <b class="num">1)</b> переодевать: μ. ἑαυτόν Arph. переодеваться;<br /><b class="num">2)</b> перестраивать, переделывать (τὰ ἅρματα Xen.);<br /><b class="num">3)</b> med. перемещаться, передвигаться, переходить (εἰς τὴν καταγωγὴν ἐκ τοῦ πλοίου Luc.).
}}
}}