Anonymous

μεταλλευτικός: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεταλλευτικός:''' -ή, -όν, [[προικισμένος]] στην [[έρευνα]] για μέταλλα· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), το [[επιτήδευμα]], η [[τέχνη]] του μεταλλωρύχου, σε Αριστ.
|lsmtext='''μεταλλευτικός:''' -ή, -όν, [[προικισμένος]] στην [[έρευνα]] για μέταλλα· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), το [[επιτήδευμα]], η [[τέχνη]] του μεταλλωρύχου, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταλλευτικός:''' горнопромышленный, рудный ([[κτῆμα]] Plat.; [[κτῆσις]] Arst.).
}}
}}