Anonymous

μεταλλευτικός: Difference between revisions

From LSJ
5
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μεταλλευτικός]], -ή, -όν) [[μεταλλεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[μεταλλείο]], στη [[μετάλλευση]] ή στον μεταλλευτή («μεταλλευτική [[έρευνα]]»)<br /><b>2.</b> [[ικανός]], [[έμπειρος]] στην [[αναζήτηση]] και [[εξόρυξη]] μετάλλων<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η μεταλλευτική</i> (ενν. [[τέχνη]])<br />η [[τέχνη]] της ανεύρεσης και εξόρυξης μεταλλευμάτων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεταλλευτικῶς</i> (Μ)<br />με μεταλλευτικό τρόπο.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μεταλλευτικός]], -ή, -όν) [[μεταλλεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[μεταλλείο]], στη [[μετάλλευση]] ή στον μεταλλευτή («μεταλλευτική [[έρευνα]]»)<br /><b>2.</b> [[ικανός]], [[έμπειρος]] στην [[αναζήτηση]] και [[εξόρυξη]] μετάλλων<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η μεταλλευτική</i> (ενν. [[τέχνη]])<br />η [[τέχνη]] της ανεύρεσης και εξόρυξης μεταλλευμάτων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεταλλευτικῶς</i> (Μ)<br />με μεταλλευτικό τρόπο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεταλλευτικός:''' -ή, -όν, [[προικισμένος]] στην [[έρευνα]] για μέταλλα· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), το [[επιτήδευμα]], η [[τέχνη]] του μεταλλωρύχου, σε Αριστ.
}}
}}