Anonymous

μετακλαίω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετακλαίω:''' μέλ. -[[κλαύσομαι]], [[κλαίω]] [[κατόπιν]] εορτής ή [[πάρα]] [[πολύ]] [[αργά]] για να έχει [[αποτέλεσμα]], σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., [[θρηνώ]] αργότερα ή [[κατόπιν]], σε Ευρ.
|lsmtext='''μετακλαίω:''' μέλ. -[[κλαύσομαι]], [[κλαίω]] [[κατόπιν]] εορτής ή [[πάρα]] [[πολύ]] [[αργά]] για να έχει [[αποτέλεσμα]], σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., [[θρηνώ]] αργότερα ή [[κατόπιν]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μετακλαίω:''' тж. med. впоследствии сетовать, оплакивать (τὸν [[ἑαυτοῦ]] βίον Eur.): ἦ τέ μιν [[οἴω]] πολλὰ μετακλαύσεσθαι, [[ἐπεί]] κ᾽ ἀπὸ λαὸς [[ὄληται]] Hom. я думаю, что потом он (т. е. Ахилл) горько будет сетовать, когда погибнет войско.
}}
}}