Anonymous

μεταλλάω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεταλλάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> κανονικά, [[διερευνώ]] άλλα πράγματα ([[μετὰ]] ἄλλα, πρβλ. [[μέταλλον]]), [[ερευνώ]] προσεκτικά, [[εξετάζω]] λεπτομερειακά, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., [[εξετάζω]], [[ερευνώ]] [[κάτι]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. πράγμ., [[ρωτώ]] για ή σχετικά με, στον ίδ.· ομοίως, <i>μεταλλῆσαι ἀμφὶ πόσει</i>, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">4.</b> με [[διπλή]] αιτ., [[ρωτώ]] κάποιον για ένα [[θέμα]], τον [[ρωτώ]] [[κάτι]], στον ίδ.
|lsmtext='''μεταλλάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> κανονικά, [[διερευνώ]] άλλα πράγματα ([[μετὰ]] ἄλλα, πρβλ. [[μέταλλον]]), [[ερευνώ]] προσεκτικά, [[εξετάζω]] λεπτομερειακά, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., [[εξετάζω]], [[ερευνώ]] [[κάτι]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. πράγμ., [[ρωτώ]] για ή σχετικά με, στον ίδ.· ομοίως, <i>μεταλλῆσαι ἀμφὶ πόσει</i>, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">4.</b> με [[διπλή]] αιτ., [[ρωτώ]] κάποιον για ένα [[θέμα]], τον [[ρωτώ]] [[κάτι]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταλλάω:''' (дор. aor. μετάλλασα)<br /><b class="num">1)</b> расспрашивать (τινά τι Hom.);<br /><b class="num">2)</b> разведывать, разузнавать (τι [[ἀμφί]] τινι Hom.).
}}
}}