μεταλλάω
Ζήτει συναγαγεῖν ἐκ δικαίων τὸν βίον → Vitam ex honestis tibi para negotiis → Erwirb dir nur gerechten Lebensunterhalt
English (LSJ)
A search carefully, inquire diligently, ἐμοὶ οὐ φίλον ἐστὶ μεταλλῆσαι καὶ ἐρέσθαι Od.14.378; οὐκέτι μέμνηται... οὐδὲ μεταλλᾷ 15.23.
2 c. acc. pers., inquire of, question, σε… οὔτ' εἴρομαι οὔτε μεταλλῶ Il.1.553, cf. Od.3.69, 16.287; but ἀντεφθέγξατο… μετάλλασέν τέ νιν the voice sought him out, Pi.O.6.62.
3 c. acc. objecti, inquire about, ask after, μή τι σὺ ταῦτα διείρεο μηδὲ μετάλλα Il.1.550, cf. 5.516; ἕταροι δὲ κατέκταθεν, οὓς σὺ μεταλλᾷς 13.780, cf. 10.125, Od.19.190; ἕκαστα μ. 14.128, cf. 16.465: also with Preps., μεταλλῆσαι… ἀμφὶ πόσει 17.554; ἀμφ' ἑτάροιο μ. τὰ ἕκαστα A.R.4.1471; θεῶν πέρι τοῖα μ. APl.4.183.
4 c. dupl. acc., ask one about a thing, ask him a question, τοῦτο δέ τοι ἐρέω, ὅ μ' ἀνείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς Il.3.177; ἔπος ἄλλο μ. καὶ ἐρέσθαι Νέστορα Od.3.243. (Poet. word, also in late Prose, POxy.237 vii 40 (ii A.D.), Them.Or.22.266c: expld. by Gramm. as search after other things (μετὰ ἄλλα), Eust.148.10, etc., but this is very dub.)
German (Pape)
[Seite 149] schon von den Alten auf μετ' ἄλλα zurückgeführt, also nach andern Dingen forschen, fragen, nachfragen, sorgfältig, neugierig forschen; μήτε σὺ ταῦτα ἕκαστα διείρεο μηδὲ μετάλλα Il. 1, 550, öfter; τοῦτο δέ τοι ἐρέω, ὅ μ' ἀνείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς, was du mich fragest u. wonach du forschest, 3, 177, öfter; νῦν δ' ἐθέλω ἔπος ἄλλο μεταλλῆσαι καὶ ἐρέσθαι, Od. 3, 243; οὓς σὺ μεταλλᾷς, nach denen du forschest, fragst, Il. 10, 125. 13, 780 Od. 24, 321; – τινά, Einen ausfragen, ὅτε κέν σε μεταλλῶσιν ποθέοντες, Od. 16, 287, öfter; τινά τι, Einen nach Etwas fragen, 1, 231. 7, 243 u. öfter; auch τὶ ἀμφί τινι, Etwas über Einen erkunden, 17, 554; ἀμφί τινος, Ap. Rh. 4, 1471. – Bei Pind. μετάλλασέν μιν, Ol. 6, 62, erkl. der Schol. ἐφιλοφρονήσατο, ἐπεστράφη αὐτοῦ, schirmen, pflegen, Dissen »er suchte ihn«, vgl. Buttm. Lexil. I p. 140. – Adj. verb., εἰ μετάλλατόν τι, Pind. P. 4, 164, wenn es zu erforschen ist.
French (Bailly abrégé)
μεταλλῶ :
1 chercher, rechercher, particul. chercher à savoir, acc.;
2 questionner, interroger : τινα, qqn ; τι, demander qch ; τινά τι, demander qch à qqn.
Étymologie: μετά, ἄλλος.
Russian (Dvoretsky)
μεταλλάω: (дор. aor. μετάλλασα)
1 расспрашивать (τινά τι Hom.);
2 разведывать, разузнавать (τι ἀμφί τινι Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
μεταλλάω: μέλλ. -ήσω· ― κυρίως, ζητῶ ἄλλα πράγματα (μετὰ ἄλλα, πρβλ. μέταλλον), ἐρευνῶ ἐπιμελῶς, ἐξετάζω μετὰ προσοχῆς, ἐμοὶ οὐ φίλον ἐστὶ μεταλλῆσαι καὶ ἔρεσθαι Ὀδ. Ξ. 378· οὐκέτι μέμνηται..., οὔτε μεταλλᾷ Ο. 23. Συντάσσ.· 1) μετ’ αἰτ. προσ., ἐρωτῶ τινα, ἐξετάζω, ἀνακρίνω, σε... οὔτ’ εἴρομαι οὔτε μεταλλῶ Ἰλ. Α. 553, πρβλ. Ὀδ. Γ. 69., Π. 287· ― ἐν Πινδ. Ο. 6. 206, ἀντεφθέγξατο... μετάλλασέν τέ μιν, φαίνεται ὅτι σημαίνει ἁπλῶς, προσηγόρευσεν αὐτόν. 2) μετ’ αἰτ. ἀντικειμ., ἐρωτῶ περί τινος, ἐξετάζω, θέλω νὰ μάθω, μή τι σὺ ταῦτα διείρεο μηδὲ μετάλλα Ἰλ. Α. 550, πρβλ. Ε. 516· ἕταροι δὲ κατέκταθεν, οὓς σὺ μεταλλᾷς Ν. 780, πρβλ. Κ. 125, Ὀδ. Τ. 190· ἕκαστα μ. Ξ. 128, πρβλ. Ο. 23., Ρ. 465· ὡσαύτως, μεταλλῆσαι... ἀμφὶ πόσει Ὀδ. Ρ. 554· ἀμφ’ ἑτάροιο μ. τὰ ἕκαστα Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1471· περί τινος Ἀνθ. Πλαν. 183. 3) μετὰ διπλῆς αἰτ., ἐρωτῶ τινα περί τινος πράγματος, ζητῶ νὰ μάθω παρά τινός τι, τοῦτο δέ τοι ἐρέω, ὃ μ’ ἀνείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς Ἰλ. Γ. 177, Ὀδ. Η. 243· ἔπος ἄλλο μ. καὶ ἐρέσθαι Νέκτορα Γ. 243. ― Λεξ. ποιητ., ἐν δὲ τῷ πεζῷ λόγῳ ἀπαντᾷ ἐν Παπύρ. Ὀξυρρύγχ. (Grenfell καὶ Hunt) 237 VII 40.
English (Autenrieth)
μεταλλῶ, -ᾷς, -ᾷ, imp. μετάλλᾶ, aor. μετάλλησαν, inf. -ῆσαι: search after, investigate, inquire about, question; τὶ or τινά, also τινά τι or ἀμφί τινι, Od. 17.554; coupled w. verbs of similar meaning, Il. 1.550, Od. 3.69, Od. 23.99, Od. 7.243.
English (Slater)
μεταλλάω seek out ἀντεφθέγξατο δ' ἀρτιεπὴς πατρία ὄσσα μετάλλᾶσέν τέ νιν (νιν = Ἴαμον; “vox notione obscura,” Schr.: cf. Wil., Isyllos, 166 n. 16) (O. 6.62) [μεταλ(λ)άς(ς)οντας (codd., Σ contra metr.: μεταβάσοντας Kayser) (P. 1.52) ]
Greek Monotonic
μεταλλάω: μέλ. -ήσω,
1. κανονικά, διερευνώ άλλα πράγματα (μετὰ ἄλλα, πρβλ. μέταλλον), ερευνώ προσεκτικά, εξετάζω λεπτομερειακά, σε Ομήρ. Οδ.
2. με αιτ. προσ., εξετάζω, ερευνώ κάτι, σε Όμηρ.
3. με αιτ. πράγμ., ρωτώ για ή σχετικά με, στον ίδ.· ομοίως, μεταλλῆσαι ἀμφὶ πόσει, σε Ομήρ. Οδ.
4. με διπλή αιτ., ρωτώ κάποιον για ένα θέμα, τον ρωτώ κάτι, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. ήσω
1. properly, to search after other things (μετὰ ἄλλα, cf. μέταλλον), to search carefully, to inquire diligently, Od.
2. c. acc. pers. to inquire of, question, Hom.
3. c. acc. objecti, to ask about or after, Hom.; so, μεταλλῆσαι ἀμφὶ πόσει Od.
4. c. dupl. acc. to ask one about a thing, ask him a thing, Od.