Anonymous

μηνυτής: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μηνῡτής:''' -οῦ, Δωρ. μᾱνῡτάς, -α, ὁ ([[μηνύω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[φέρνω]] στο φως, μηνυτὴς [[χρόνος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[πληροφοριοδότης]], Λατ. [[delator]], σε Θουκ.· κατά τινος, [[εναντίον]] ενός προσώπου, σε Δημ.
|lsmtext='''μηνῡτής:''' -οῦ, Δωρ. μᾱνῡτάς, -α, ὁ ([[μηνύω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[φέρνω]] στο φως, μηνυτὴς [[χρόνος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[πληροφοριοδότης]], Λατ. [[delator]], σε Θουκ.· κατά τινος, [[εναντίον]] ενός προσώπου, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''μηνῡτής:''' дор. μᾱνῡτάς, οῦ ὁ<br /><b class="num">1)</b> обличитель (μ. [[χρόνος]] Eur.; τῶν [[τἀναντία]] φρονούντων Plut.);<br /><b class="num">2)</b> предостерегающий: μηνυτήν τινι [[γενέσθαι]] Lys. предостеречь кого-л.;<br /><b class="num">3)</b> осведомитель, доносчик (αἰσχρῶν ἔργων Plat.).
}}
}}