μηνυτής
Γνώμη γερόντων ἀσφαλεστέρα νέων → Senum quam iuvenum monita attendes tutius → Der Alten Rat und Meinung birgt mehr Sicherheit
English (LSJ)
μηνυτοῦ, Dor. μᾱνῡτάς, μανυτᾶ, ὁ,
A bringing to light, μηνυτὴς χρόνος E.Hipp.1051.
II Subst., one who brings information, τοῖς μέλλουσιν ἀποθανεῖσθαι μ. γενέσθαι Lys.12.32, cf. Jul.Or.5.167b: mostly in legal sense, informer, Th.1.132, etc.; as epithet of Heracles, Vit.Soph; ἀδικήματος Antipho 2.2.5; μ. κατά τινος Id.5.24, And.1.19, Lys.13.2; κατὰ σαυτοῦ μ. ἐπὶ τοῖς συμβᾶσι γεγονώς D.18.284; τῶν ἀποκτεινάντων Antipho 2.4.3; of a woman, Cratin.428.
German (Pape)
[Seite 175] ὁ, der Anzeiger, Angeber; μηνυτὴν χρόνον, die verrathende Zeit, Eur. Hipp. 1051; Thuc. 1, 132 u. öfter; Plat. Polit. 272 d; αἰσχρῶν ἔργων, Legg. IX, 872 c, öfter; Antiph. 2 δ 3. 5, 24; γίγνεσθαί τινι, Lys. 12, 32; κατά τινος γίγνεσθαι, 13, 2; Folgde. Auch von einer Frau, Cratin. fr. inc. 77.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 révélateur;
2 en mauv. part dénonciateur.
Étymologie: μηνύω.
Russian (Dvoretsky)
μηνῡτής: дор. μᾱνῡτάς, οῦ ὁ
1 обличитель (μ. χρόνος Eur.; τῶν τἀναντία φρονούντων Plut.);
2 предостерегающий: μηνυτήν τινι γενέσθαι Lys. предостеречь кого-л.;
3 осведомитель, доносчик (αἰσχρῶν ἔργων Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
μηνῡτής: -οῦ, Δωρ. μᾱνῡτάς, ᾶ, ὁ, ὁ φέρων εἰς φῶς, ἀποκαλύπτων, καταμηνύων, μ. χρόνος Εὐρ. Ἱππ. 1051. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ μηνύων, ἀναγγέλλων, τοῖς μέλλουσιν ἀποθανεῖσθαι Λυσ. 123. 5· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ νομικῆς σημασίας, ὡς τὸ Λατ. delator, ἀδικήματος Ἀντιφῶν 117. 6, Θουκ. 1. 132, κτλ., Ἀνδοκ. 3. 40· μ. κατά τινος Ἀντιφῶν 132. 17, Λυσ. 130. 3· κατὰ σαυτοῦ μηνυτὴς ἐπὶ τοῖς συμβᾶσι γεγονὼς Δημ. 302 20· τῶν ἀποκτεινάντων Ἀντιφῶν 119. 31· ― ἐπὶ γυναικός, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 77, πρβλ. Λοβ. Παραλ. 271. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «Μηνυτής· Ἡρακλῆς ἐν Ἀθήναις».
Greek Monolingual
ο,θηλ. και μηνύτρια (ΑΜ μηνυτής και δωρ. τ. μανυτάς, θηλ. μηνύτρια) μηνύω
αυτός που καταγγέλλει αξιόποινη πράξη ή αυτός που υποβάλλει μήνυση
νεοελλ.-μσν.
1. αυτός που φέρνει μήνυμα, αγγελιαφόρος, απεσταλμένος
2. αυτός που δίνει πληροφορίες
αρχ.
1. αυτός που αποκαλύπτει
2. αυτός που αναγγέλλει
3. ως κύριο όν. Μηνυτής
προσωνυμία του Ηρακλέους στην Αθήνα.
Greek Monotonic
μηνῡτής: -οῦ, Δωρ. μᾱνῡτάς, -α, ὁ (μηνύω),·
I. φέρνω στο φως, μηνυτὴς χρόνος, σε Ευρ.
II. ως ουσ., πληροφοριοδότης, Λατ. delator, σε Θουκ.· κατά τινος, εναντίον ενός προσώπου, σε Δημ.
Middle Liddell
μηνῡτής, οῦ, μηνύω
I. bringing to light, μ. χρόνος Eur.
II. Subst. an informer, Lat. delator, Thuc.; κατά τινος against a person, Dem.
English (Woodhouse)
Lexicon Thucydideum
index, informer, indicter, 1.132.5, 1.132.53.2.3, 6.53.2, 6.53.26.60.4, 8.50.3.