Anonymous

μυῖα: Difference between revisions

From LSJ
239 bytes added ,  1 January 2019
3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μυῖα:''' ἡ, [[μύγα]], Λατ. [[musca]], σε Ομήρ. Ιλ.· παροιμ., μυίης [[θάρσος]], λόγω της υπερβολικής θρασύτητάς της, στο ίδ.
|lsmtext='''μυῖα:''' ἡ, [[μύγα]], Λατ. [[musca]], σε Ομήρ. Ιλ.· παροιμ., μυίης [[θάρσος]], λόγω της υπερβολικής θρασύτητάς της, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μυῖα:''' ион. [[μυίη]] ἡ муха: μυίης [[θάρσος]] Hom. мушиная отвага; ἐλέφαντα ἐκ μυίας ποιεῖν погов. Luc. делать из мухи слона.
}}
}}