3,276,318
edits
(5) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μυῖα:''' ἡ, [[μύγα]], Λατ. [[musca]], σε Ομήρ. Ιλ.· παροιμ., μυίης [[θάρσος]], λόγω της υπερβολικής θρασύτητάς της, στο ίδ. | |lsmtext='''μυῖα:''' ἡ, [[μύγα]], Λατ. [[musca]], σε Ομήρ. Ιλ.· παροιμ., μυίης [[θάρσος]], λόγω της υπερβολικής θρασύτητάς της, στο ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μυῖα:''' ион. [[μυίη]] ἡ муха: μυίης [[θάρσος]] Hom. мушиная отвага; ἐλέφαντα ἐκ μυίας ποιεῖν погов. Luc. делать из мухи слона. | |||
}} | }} |