3,277,719
edits
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μεταχειρίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i>, αόρ. αʹ <i>-εχείρισα</i>, κοινώς ως αποθ., Αττ. μέλ. <i>-ιοῦμαι</i>, αόρ. αʹ <i>-εχειρισάμην</i> και <i>-εχειρίσθην</i>, παρακ. <i>-κεχείρισμαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> έχω ή [[παίρνω]] στο [[χέρι]] μου, [[χειρίζομαι]], [[διοικώ]], [[διευθύνω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[χειρίζομαι]], [[διευθετώ]], [[καθοδηγώ]], σε Θουκ.· ομοίως, ως αποθ., σε Αριστοφ., Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[εξασκώ]], [[επιδιώκω]] μια [[τέχνη]] ή [[σπουδή]], σε Πλάτ.· με απαρ., [[μελετώ]] να κάνω, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> με αιτ. προσ., [[χειρίζομαι]], [[μεταχειρίζομαι]] ή [[αντιμετωπίζω]] με συγκεκριμένο τρόπο, [[χαλεπῶς]] τινα μεταχειρίζειν, σε Θουκ.· λέγεται για γιατρό, σε Πλάτ. | |lsmtext='''μεταχειρίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i>, αόρ. αʹ <i>-εχείρισα</i>, κοινώς ως αποθ., Αττ. μέλ. <i>-ιοῦμαι</i>, αόρ. αʹ <i>-εχειρισάμην</i> και <i>-εχειρίσθην</i>, παρακ. <i>-κεχείρισμαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> έχω ή [[παίρνω]] στο [[χέρι]] μου, [[χειρίζομαι]], [[διοικώ]], [[διευθύνω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[χειρίζομαι]], [[διευθετώ]], [[καθοδηγώ]], σε Θουκ.· ομοίως, ως αποθ., σε Αριστοφ., Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[εξασκώ]], [[επιδιώκω]] μια [[τέχνη]] ή [[σπουδή]], σε Πλάτ.· με απαρ., [[μελετώ]] να κάνω, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> με αιτ. προσ., [[χειρίζομαι]], [[μεταχειρίζομαι]] ή [[αντιμετωπίζω]] με συγκεκριμένο τρόπο, [[χαλεπῶς]] τινα μεταχειρίζειν, σε Θουκ.· λέγεται για γιατρό, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεταχειρίζω:''' (атт. 3 л. pl. fut. μεταχειριοῦνται) преимущ. med.<br /><b class="num">1)</b> держать в своих руках, владеть, пользоваться ([[σκῆπτρον]] Eur.; χρήματα Her.; χρυσοῦ Plat.; [[τόξον]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> управлять, руководить (τὰ [[δημόσια]] Thuc.): τὸν πόλεμον μ. Thuc. вести войну, руководить военными действиями; μεταχειρίζεσθαι μεγίστας ἀρχάς Plat. занимать крупнейшие посты; [[χρηστῶς]] μεταχειρίζεσθαι πρᾶγμά τι Arph. отлично справиться с каким-л. делом;<br /><b class="num">3)</b> (с кем-л.) обращаться, поступать ([[χαλεπῶς]] τινα Thuc.; τινα ὡς ἀδικοῦντα Plat.);<br /><b class="num">4)</b> заниматься, изучать, развивать (φιλοσοφίαν, ἀστρονομίαν, μουσικήν Plat.): μεταχειρίσαι τὰ περὶ τὰς [[ναῦς]] Thuc. организовать судостроение; παιδείαν μετακεχειρισμένοι Plat. получившие образование;<br /><b class="num">5)</b> med. досл. облегчать, перен. лечить (τοὺς νοσώδεις Plat.): ὡς ἀλυπότατα μ. τὸ [[πάθος]] Lys. как можно больше облегчить страдание. | |||
}} | }} |