Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μιγάς: Difference between revisions

From LSJ
131 bytes added ,  Saturday at 07:34
m
Text replacement - " E.''Andr.''" to " E.''Andr.''"
(3)
m (Text replacement - " E.''Andr.''" to " E.''Andr.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=migas
|Transliteration C=migas
|Beta Code=miga/s
|Beta Code=miga/s
|Definition=άδος<b class="b3">, ὁ</b> and ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">mixed pell-mell</b>, μιγάσιν Ἕλλησιν βαρβάροις θ' ὁμοῦ <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>18</span>, cf. <span class="bibl">1356</span>; ἐκ πολλῶν ἐθνῶν μιγάδες συλλεγέντες <span class="bibl">Isoc.4.24</span>, etc.; πολλοὶ δ' ἔπιπτον μιγάδες <span class="bibl">E.<span class="title">Andr.</span>1142</span>: c. dat., Θρήϊξιν μιγάδες Σκύθαι <span class="bibl">A.R.4.320</span>: as fem., μ. λοιβαί <span class="bibl">Id.3.1210</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> = [[μιξοβάρβαρος]], <span class="bibl">D.Chr.53.6</span>.</span>
|Definition=μιγάδος, ὁ and ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[mixed pell-mell]], μιγάσιν Ἕλλησιν βαρβάροις θ' ὁμοῦ E.''Ba.''18, cf. 1356; ἐκ πολλῶν ἐθνῶν μιγάδες συλλεγέντες Isoc.4.24, etc.; πολλοὶ δ' ἔπιπτον μιγάδες [[Euripides|E.]]''[[Andromache|Andr.]]''1142: c. dat., Θρήϊξιν μιγάδες Σκύθαι A.R.4.320: as fem., μ. λοιβαί Id.3.1210.<br><span class="bld">2</span> = [[μιξοβάρβαρος]], D.Chr.53.6.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0182.png Seite 182]] άδος, gemischt, vermischt; μιγάδα βάρβαρον στρατόν, Eur. Bacch. 1353, vgl. ib. 18; πολλοὶ ἔπιπτον μιγάδες, Andr. 1143; ἐκ πολλῶν ἐθνῶν μιγάδες συλλεγέντες, Isocr. 4, 24; μιγάδες μισθοφόροι, Pol. 4, 75, 6; Sp., als fem., μιγάδας λοιβάς, Ap. Rh. 3, 1210.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0182.png Seite 182]] άδος, gemischt, vermischt; μιγάδα βάρβαρον στρατόν, Eur. Bacch. 1353, vgl. ib. 18; πολλοὶ ἔπιπτον μιγάδες, Andr. 1143; ἐκ πολλῶν ἐθνῶν μιγάδες συλλεγέντες, Isocr. 4, 24; μιγάδες μισθοφόροι, Pol. 4, 75, 6; Sp., als fem., μιγάδας λοιβάς, Ap. Rh. 3, 1210.
}}
{{bailly
|btext=άδος (ὁ, ἡ)<br />[[mêlé]], [[mélangé]], [[réuni pêle-mêle]].<br />'''Étymologie:''' [[μίγνυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''μῐγάς:''' άδος (ᾰδ) adj.<br /><b class="num">1</b> [[перемешанный]], [[беспорядочный]] (πολλοὶ ἔπιπτον μιγάδες Eur.);<br /><b class="num">2</b> [[смешанный]], [[разношерстный]] ([[βάρβαρος]] [[στρατός]] Eur.): μιγάδες ἐξ ἀπόρων καὶ ἀφανῶν Plut. всякий нищий сброд.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μῐγάς''': -άδος, ὁ, καὶ ἡ, μεμιγμένος, [[σύμμικτος]], «ἀνακατωμένος», Λατ. promiscuus, μιγάσιν Ἕλλησιν βαρβάροις θ’ [[ὁμοῦ]] Εὐρ. Βάκχ. 18, πρβλ. 1355, Ἰσοκρ. 45C, κτλ.· πολλοὶ δ’ ἔπιπτον μιγάδες Εὐρ. Ἀνδρ. 1143· [[μετὰ]] δοτ., Θρήιξι μιγάδες Σκύθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 320· - ὡς θηλ., ὁ αὐτ. Γ. 1210. - ἀντίθετον τῷ [[λογάς]].
|lstext='''μῐγάς''': -άδος, ὁ, καὶ ἡ, μεμιγμένος, [[σύμμικτος]], «ἀνακατωμένος», Λατ. promiscuus, μιγάσιν Ἕλλησιν βαρβάροις θ’ [[ὁμοῦ]] Εὐρ. Βάκχ. 18, πρβλ. 1355, Ἰσοκρ. 45C, κτλ.· πολλοὶ δ’ ἔπιπτον μιγάδες Εὐρ. Ἀνδρ. 1143· μετὰ δοτ., Θρήιξι μιγάδες Σκύθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 320· - ὡς θηλ., ὁ αὐτ. Γ. 1210. - ἀντίθετον τῷ [[λογάς]].
}}
{{bailly
|btext=άδος (ὁ, ἡ)<br />mêlé, mélangé, réuni pêle-mêle.<br />'''Étymologie:''' [[μίγνυμι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[μιγάδας]] ο και η, θηλ. και μιγάδα (ΑΜ [[μιγάς]], -[[άδος]], ὁ και ἡ)<br />αυτός που [[είναι]] [[προϊόν]] ανάμιξης, αναμεμιγμένος, [[σύμμικτος]] («μιγάσιν Ἕλλησι βαρβάροις θ' ὁμοῡ» <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (βιολ.-ανθρωπολ.) [[άτομο]] που προέρχεται από τη [[διασταύρωση]] δύο γενετικά διαφορετικών γονέων και [[ιδίως]] εκείνων με [[σαφώς]] διαφορετικό [[χρώμα]] του δέρματος<br /><b>2.</b> <b>ζωοτ.</b> ζώο που προέρχεται από τη [[διασταύρωση]] γονέων οι οποίοι ανήκουν σε δύο διαφορετικές φυλές του ίδιου είδους<br /><b>3.</b> <b>μαθημ.</b> [[αριθμός]] ο [[οποίος]] σύγκειται από πραγματικές και φανταστικές μονάδες, αλλ. [[μιγαδικός]] [[αριθμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μιξοβάρβαρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μιγ</i>- του [[μίγνυμι]] / [[μείγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αδ</i>-<i>ς</i>, [[άδος]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[κρεμ]]-<i>άς</i>, <i>μαιν</i>-<i>άς</i>), <b>[[πρβλ]].</b> και μτχ. <i>φυγ</i>-<i>άς</i>].
|mltxt=και [[μιγάδας]] ο και η, θηλ. και μιγάδα (ΑΜ [[μιγάς]], -[[άδος]], ὁ και ἡ)<br />αυτός που [[είναι]] [[προϊόν]] ανάμιξης, αναμεμιγμένος, [[σύμμικτος]] («μιγάσιν Ἕλλησι βαρβάροις θ' ὁμοῦ» <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (βιολ.-ανθρωπολ.) [[άτομο]] που προέρχεται από τη [[διασταύρωση]] δύο γενετικά διαφορετικών γονέων και [[ιδίως]] εκείνων με [[σαφώς]] διαφορετικό [[χρώμα]] του δέρματος<br /><b>2.</b> <b>ζωοτ.</b> ζώο που προέρχεται από τη [[διασταύρωση]] γονέων οι οποίοι ανήκουν σε δύο διαφορετικές φυλές του ίδιου είδους<br /><b>3.</b> <b>μαθημ.</b> [[αριθμός]] ο [[οποίος]] σύγκειται από πραγματικές και φανταστικές μονάδες, αλλ. [[μιγαδικός]] [[αριθμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μιξοβάρβαρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μιγ</i>- του [[μίγνυμι]] / [[μείγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αδ</i>-<i>ς</i>, [[άδος]] ([[πρβλ]]. [[κρεμ]]-<i>άς</i>, <i>μαιν</i>-<i>άς</i>), [[πρβλ]]. και μτχ. <i>φυγ</i>-<i>άς</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μῐγάς:''' -[[άδος]], ὁ και ἡ ([[μίγα]]), αυτός που προήλθε από [[μείξη]], σε Ευρ.
|lsmtext='''μῐγάς:''' -[[άδος]], ὁ και ἡ ([[μίγα]]), αυτός που προήλθε από [[μείξη]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''μῐγάς:''' άδος (ᾰδ) adj.<br /><b class="num">1)</b> перемешанный, беспорядочный (πολλοὶ ἔπιπτον μιγάδες Eur.);<br /><b class="num">2)</b> смешанный, разношерстный ([[βάρβαρος]] [[στρατός]] Eur.): μιγάδες ἐξ ἀπόρων καὶ ἀφανῶν Plut. всякий нищий сброд.
|mdlsjtxt=μῐγάς, άδος, [[μίγα]]<br />[[mixed]] [[pell]]-mell, Eur.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[confused]], [[indiscriminate]], [[muddle]], [[promiscuous]], [[in a litter]], [[mixed together]], [[mixed up]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ἀνακατωμένος]]). Ἀπό τό [[μείγνυμι]] καί [[μίγνυμι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}