μιγάς
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
English (LSJ)
μιγάδος, ὁ and ἡ,
A mixed pell-mell, μιγάσιν Ἕλλησιν βαρβάροις θ' ὁμοῦ E.Ba.18, cf. 1356; ἐκ πολλῶν ἐθνῶν μιγάδες συλλεγέντες Isoc.4.24, etc.; πολλοὶ δ' ἔπιπτον μιγάδες E.Andr.1142: c. dat., Θρήϊξιν μιγάδες Σκύθαι A.R.4.320: as fem., μ. λοιβαί Id.3.1210.
2 = μιξοβάρβαρος, D.Chr.53.6.
German (Pape)
[Seite 182] άδος, gemischt, vermischt; μιγάδα βάρβαρον στρατόν, Eur. Bacch. 1353, vgl. ib. 18; πολλοὶ ἔπιπτον μιγάδες, Andr. 1143; ἐκ πολλῶν ἐθνῶν μιγάδες συλλεγέντες, Isocr. 4, 24; μιγάδες μισθοφόροι, Pol. 4, 75, 6; Sp., als fem., μιγάδας λοιβάς, Ap. Rh. 3, 1210.
French (Bailly abrégé)
άδος (ὁ, ἡ)
mêlé, mélangé, réuni pêle-mêle.
Étymologie: μίγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
μῐγάς: άδος (ᾰδ) adj.
1 перемешанный, беспорядочный (πολλοὶ ἔπιπτον μιγάδες Eur.);
2 смешанный, разношерстный (βάρβαρος στρατός Eur.): μιγάδες ἐξ ἀπόρων καὶ ἀφανῶν Plut. всякий нищий сброд.
Greek (Liddell-Scott)
μῐγάς: -άδος, ὁ, καὶ ἡ, μεμιγμένος, σύμμικτος, «ἀνακατωμένος», Λατ. promiscuus, μιγάσιν Ἕλλησιν βαρβάροις θ’ ὁμοῦ Εὐρ. Βάκχ. 18, πρβλ. 1355, Ἰσοκρ. 45C, κτλ.· πολλοὶ δ’ ἔπιπτον μιγάδες Εὐρ. Ἀνδρ. 1143· μετὰ δοτ., Θρήιξι μιγάδες Σκύθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 320· - ὡς θηλ., ὁ αὐτ. Γ. 1210. - ἀντίθετον τῷ λογάς.
Greek Monolingual
και μιγάδας ο και η, θηλ. και μιγάδα (ΑΜ μιγάς, -άδος, ὁ και ἡ)
αυτός που είναι προϊόν ανάμιξης, αναμεμιγμένος, σύμμικτος («μιγάσιν Ἕλλησι βαρβάροις θ' ὁμοῦ» Ευρ.)
νεοελλ.
1. (βιολ.-ανθρωπολ.) άτομο που προέρχεται από τη διασταύρωση δύο γενετικά διαφορετικών γονέων και ιδίως εκείνων με σαφώς διαφορετικό χρώμα του δέρματος
2. ζωοτ. ζώο που προέρχεται από τη διασταύρωση γονέων οι οποίοι ανήκουν σε δύο διαφορετικές φυλές του ίδιου είδους
3. μαθημ. αριθμός ο οποίος σύγκειται από πραγματικές και φανταστικές μονάδες, αλλ. μιγαδικός αριθμός
αρχ.
μιξοβάρβαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιγ- του μίγνυμι / μείγνυμι + επίθημα -αδ-ς, άδος (πρβλ. κρεμ-άς, μαιν-άς), πρβλ. και μτχ. φυγ-άς].
Greek Monotonic
μῐγάς: -άδος, ὁ και ἡ (μίγα), αυτός που προήλθε από μείξη, σε Ευρ.
Middle Liddell
μῐγάς, άδος, μίγα
mixed pell-mell, Eur.
English (Woodhouse)
confused, indiscriminate, muddle, promiscuous, in a litter, mixed together, mixed up
Mantoulidis Etymological
(=ἀνακατωμένος). Ἀπό τό μείγνυμι καί μίγνυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.