Anonymous

νεωτερίζω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεωτερίζω:''' ([[νεώτερος]] I), Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[επιχειρώ]] οτιδήποτε νέο, [[πραγματοποιώ]] απότομη [[αλλαγή]], [[καινοτομώ]], [[μεταχειρίζομαι]] βίαια [[μέτρα]], σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· [[νεωτερίζω]] ἐς τὴν ἀσθένειαν, [[αρρωσταίνω]] (ενώ ήμουν [[υγιής]]), σε Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[επιχειρώ]] πολιτικές μεταβολές, [[κινώ]] [[επανάσταση]], [[στασιάζω]], Λατ. [[res]] novas tentare, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[νεωτερίζω]] τὴν πολιτείαν, [[ξεσηκώνω]] [[επανάσταση]] στην [[πολιτεία]], σε Θουκ. — Παθ., <i>ἐνεωτερίζετο τὰ περὶ τὴν ὀλιγαρχίαν</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''νεωτερίζω:''' ([[νεώτερος]] I), Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[επιχειρώ]] οτιδήποτε νέο, [[πραγματοποιώ]] απότομη [[αλλαγή]], [[καινοτομώ]], [[μεταχειρίζομαι]] βίαια [[μέτρα]], σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· [[νεωτερίζω]] ἐς τὴν ἀσθένειαν, [[αρρωσταίνω]] (ενώ ήμουν [[υγιής]]), σε Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[επιχειρώ]] πολιτικές μεταβολές, [[κινώ]] [[επανάσταση]], [[στασιάζω]], Λατ. [[res]] novas tentare, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[νεωτερίζω]] τὴν πολιτείαν, [[ξεσηκώνω]] [[επανάσταση]] στην [[πολιτεία]], σε Θουκ. — Παθ., <i>ἐνεωτερίζετο τὰ περὶ τὴν ὀλιγαρχίαν</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''νεωτερίζω:''' <b class="num">1)</b> вводить новшества (περὶ μουσικήν, ἐν ταῖς παιδίαις Plat.);<br /><b class="num">2)</b> принимать новые меры, замышлять, задумывать (τι εἴς τινα, περί τινος или πρός τινα Thuc., περί τινα Isocr., περί τι и ἔν τινι Plat.): ἐς οὐδένα οὐδὲν ἐνεωτέριζον Thuc. (фиванцы) никому ничего (дурного) не сделали;<br /><b class="num">3)</b> (тж. ν. τὴν πολιτείαν Thuc.) совершать государственный переворот: ν. ἐς τὸ [[πλῆθος]] Lys. стремиться к свержению демократии;<br /><b class="num">4)</b> вызывать, причинять: ν. ἐς τὴν ἀσθένειαν Thuc. вызывать новые заболевания.
}}
}}