3,277,121
edits
(27) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ [[νεωτερίζω]]) [[νεώτερος]]<br />[[επιχειρώ]] [[κάτι]] το καινούργιο, [[επιφέρω]] νεωτερισμούς και καινοτομίες («τὸ μὴ νεωτερίζειν περὶ γυμναστικὴν καὶ μουσικήν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ασπάζομαι]] νεώτερες αντιλήψεις [[γύρω]] από ένα [[ζήτημα]], [[εγκολπώνομαι]] νέα συστήματα, [[μοντερνίζω]], [[καινοτομώ]], [[ακολουθώ]] νέο τρόπο ζωής ή σκέψης σε έναν ή περισσότερους τομείς («νεωτερίζει στον τρόπο της διδασκαλίας του»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το μέσ.) <i>νεωτερίζομαι</i><br />[[μιμούμαι]] τους νέους ανθρώπους ως [[προς]] τον τρόπο συμπεριφοράς, [[συμπεριφέρομαι]] με νεανική [[ελαφρότητα]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ νεωτερίζον</i><br />το επαναστατικό [[κόμμα]], η [[μερίδα]] τών πολιτών που παίρνει [[μέρος]] σε στασιαστικές κινήσεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για απότομες μεταβολές θερμοκρασίας) [[επενεργώ]] δυσμενώς εις [[βάρος]] της υγείας («καὶ αἱ νύκτες ἐπιγιγνόμεναι [[τοὐναντίον]] μετοπωριναὶ καὶ ψυχραὶ τῇ μεταβολῇ ἐς ἀσθένειαν ἐνεωτέριζον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μεταχειρίζομαι]] βίαια [[μέτρα]] προκειμένου να πετύχω κάποια [[αλλαγή]]<br /><b>3.</b> (το μέσ.) [[κάνω]] διαρρυθμίσεις ή διακανονισμούς με εξουσιαστικό τρόπο («μηδενὸς νεωτεριζομένου [[μέχρι]] τῆς παρ' ἐμοὶ κρίσεως», πάπ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[νεωτερίζω]] τὴν πολιτείαν» — [[επιχειρώ]], με [[στάση]], [[πολιτική]] [[μεταβολή]], [[ανατρέπω]] την [[καθεστηκυία]] [[πολιτική]] [[τάξη]] («νεωτερίσαι βουλόμενοι τὴν πολιτείαν», <b>Θουκ.</b>). | |mltxt=(ΑΜ [[νεωτερίζω]]) [[νεώτερος]]<br />[[επιχειρώ]] [[κάτι]] το καινούργιο, [[επιφέρω]] νεωτερισμούς και καινοτομίες («τὸ μὴ νεωτερίζειν περὶ γυμναστικὴν καὶ μουσικήν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ασπάζομαι]] νεώτερες αντιλήψεις [[γύρω]] από ένα [[ζήτημα]], [[εγκολπώνομαι]] νέα συστήματα, [[μοντερνίζω]], [[καινοτομώ]], [[ακολουθώ]] νέο τρόπο ζωής ή σκέψης σε έναν ή περισσότερους τομείς («νεωτερίζει στον τρόπο της διδασκαλίας του»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το μέσ.) <i>νεωτερίζομαι</i><br />[[μιμούμαι]] τους νέους ανθρώπους ως [[προς]] τον τρόπο συμπεριφοράς, [[συμπεριφέρομαι]] με νεανική [[ελαφρότητα]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ νεωτερίζον</i><br />το επαναστατικό [[κόμμα]], η [[μερίδα]] τών πολιτών που παίρνει [[μέρος]] σε στασιαστικές κινήσεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για απότομες μεταβολές θερμοκρασίας) [[επενεργώ]] δυσμενώς εις [[βάρος]] της υγείας («καὶ αἱ νύκτες ἐπιγιγνόμεναι [[τοὐναντίον]] μετοπωριναὶ καὶ ψυχραὶ τῇ μεταβολῇ ἐς ἀσθένειαν ἐνεωτέριζον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μεταχειρίζομαι]] βίαια [[μέτρα]] προκειμένου να πετύχω κάποια [[αλλαγή]]<br /><b>3.</b> (το μέσ.) [[κάνω]] διαρρυθμίσεις ή διακανονισμούς με εξουσιαστικό τρόπο («μηδενὸς νεωτεριζομένου [[μέχρι]] τῆς παρ' ἐμοὶ κρίσεως», πάπ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[νεωτερίζω]] τὴν πολιτείαν» — [[επιχειρώ]], με [[στάση]], [[πολιτική]] [[μεταβολή]], [[ανατρέπω]] την [[καθεστηκυία]] [[πολιτική]] [[τάξη]] («νεωτερίσαι βουλόμενοι τὴν πολιτείαν», <b>Θουκ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νεωτερίζω:''' ([[νεώτερος]] I), Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[επιχειρώ]] οτιδήποτε νέο, [[πραγματοποιώ]] απότομη [[αλλαγή]], [[καινοτομώ]], [[μεταχειρίζομαι]] βίαια [[μέτρα]], σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· [[νεωτερίζω]] ἐς τὴν ἀσθένειαν, [[αρρωσταίνω]] (ενώ ήμουν [[υγιής]]), σε Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[επιχειρώ]] πολιτικές μεταβολές, [[κινώ]] [[επανάσταση]], [[στασιάζω]], Λατ. [[res]] novas tentare, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[νεωτερίζω]] τὴν πολιτείαν, [[ξεσηκώνω]] [[επανάσταση]] στην [[πολιτεία]], σε Θουκ. — Παθ., <i>ἐνεωτερίζετο τὰ περὶ τὴν ὀλιγαρχίαν</i>, στον ίδ. | |||
}} | }} |