Anonymous

νεοχμός: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεοχμός:''' -όν,<br /><b class="num">I.</b> = [[νέος]], [[νέος]], [[καινούριος]], [[πρόσφατος]], σε Αισχύλ., Ευρ., Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πολιτικούς νεωτερισμούς, <i>νεοχμόν τι ποιέειν</i> = το επόμ., σε Ηρόδ.
|lsmtext='''νεοχμός:''' -όν,<br /><b class="num">I.</b> = [[νέος]], [[νέος]], [[καινούριος]], [[πρόσφατος]], σε Αισχύλ., Ευρ., Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πολιτικούς νεωτερισμούς, <i>νεοχμόν τι ποιέειν</i> = το επόμ., σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''νεοχμός:''' <b class="num">1)</b> новый (νόμοι Aesch.; μῦθοι, [[κακόν]] Eur.): νεοχμόν τι ποιεῖν Her. совершать переворот;<br /><b class="num">2)</b> небывалый, диковинный, странный ([[τέρας]] Arph.): τί φροιμιάζει νεοχμόν; Eur. что это у тебя за странное начало?
}}
}}