Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νεοχμός: Difference between revisions

From LSJ
5
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεοχμός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> (συν. για πράγματα) αυτός που εμφανίστηκε για πρώτη [[φορά]], ο [[καινούργιος]], ο [[νεοφανής]]<br /><b>2.</b> (για φάρμακα) [[νωπός]], [[φρέσκος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ νεοχμόν</i><br />(σχετικά με πολιτικές καταστάσεις) [[νεωτερισμός]], [[μεταρρύθμιση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νεοχμῶς</i> (Α)<br />με νεοχμό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για παράγωγο ή σύνθ. του [[νέος]]. Έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι το β' συνθετικό -<i>χμός</i> της λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] τών [[χθών]] «γη», [[χαμαί]] (<b>πρβλ.</b> και τη [[γλώσσα]] που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> «ὀρροχμόν<br />ἔσχατον, [[ἄκρον]]» <span style="color: red;"><</span> <i>ὄρρός</i>, αν ο τ. παραδίδεται σωστά)].
|mltxt=[[νεοχμός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> (συν. για πράγματα) αυτός που εμφανίστηκε για πρώτη [[φορά]], ο [[καινούργιος]], ο [[νεοφανής]]<br /><b>2.</b> (για φάρμακα) [[νωπός]], [[φρέσκος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ νεοχμόν</i><br />(σχετικά με πολιτικές καταστάσεις) [[νεωτερισμός]], [[μεταρρύθμιση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νεοχμῶς</i> (Α)<br />με νεοχμό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για παράγωγο ή σύνθ. του [[νέος]]. Έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι το β' συνθετικό -<i>χμός</i> της λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] τών [[χθών]] «γη», [[χαμαί]] (<b>πρβλ.</b> και τη [[γλώσσα]] που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> «ὀρροχμόν<br />ἔσχατον, [[ἄκρον]]» <span style="color: red;"><</span> <i>ὄρρός</i>, αν ο τ. παραδίδεται σωστά)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεοχμός:''' -όν,<br /><b class="num">I.</b> = [[νέος]], [[νέος]], [[καινούριος]], [[πρόσφατος]], σε Αισχύλ., Ευρ., Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πολιτικούς νεωτερισμούς, <i>νεοχμόν τι ποιέειν</i> = το επόμ., σε Ηρόδ.
}}
}}