Anonymous

μῶνυξ: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μῶνυξ:''' -ῠχος, ὁ, ἡ ([[μόνος]], [[ὄνυξ]]), αυτός που έχει ένα μοναδικό [[νύχι]], δηλ. [[μονόχηλος]], με [[μία]] [[χηλή]], [[οπλή]], Λατ. solipes, λέγεται για [[άλογο]], σε Όμηρ., Ευρ.
|lsmtext='''μῶνυξ:''' -ῠχος, ὁ, ἡ ([[μόνος]], [[ὄνυξ]]), αυτός που έχει ένα μοναδικό [[νύχι]], δηλ. [[μονόχηλος]], με [[μία]] [[χηλή]], [[οπλή]], Λατ. solipes, λέγεται για [[άλογο]], σε Όμηρ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μῶνυξ:''' ῠχος adj. [[μόνος]] + [[ὄνυξ]] однокопытный (эпитет коня) Hom.; непарнокопытный (ὕες Arst.).
}}
}}