3,276,932
edits
(5) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μῶνυξ:''' -ῠχος, ὁ, ἡ ([[μόνος]], [[ὄνυξ]]), αυτός που έχει ένα μοναδικό [[νύχι]], δηλ. [[μονόχηλος]], με [[μία]] [[χηλή]], [[οπλή]], Λατ. solipes, λέγεται για [[άλογο]], σε Όμηρ., Ευρ. | |lsmtext='''μῶνυξ:''' -ῠχος, ὁ, ἡ ([[μόνος]], [[ὄνυξ]]), αυτός που έχει ένα μοναδικό [[νύχι]], δηλ. [[μονόχηλος]], με [[μία]] [[χηλή]], [[οπλή]], Λατ. solipes, λέγεται για [[άλογο]], σε Όμηρ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μῶνυξ:''' ῠχος adj. [[μόνος]] + [[ὄνυξ]] однокопытный (эпитет коня) Hom.; непарнокопытный (ὕες Arst.). | |||
}} | }} |