νηκουστέω: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νηκουστέω:''' (νη-, [[ἀκούω]], [[ἀκουστός]]), δεν [[ακούω]], δεν [[δίνω]] [[προσοχή]], [[δείχνω]] [[ανυπακοή]] σε κάποιον, [[παρακούω]]· με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''νηκουστέω:''' (νη-, [[ἀκούω]], [[ἀκουστός]]), δεν [[ακούω]], δεν [[δίνω]] [[προσοχή]], [[δείχνω]] [[ανυπακοή]] σε κάποιον, [[παρακούω]]· με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''νηκουστέω:''' не слушать(ся): οὐ νηκουστῆσαί τινος Hom. внять чьей-л. просьбе.
}}
}}