Anonymous

νομιστεύομαι: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νομιστεύομαι:''' Παθ., λέγεται για χρήματα, νομίσματα, [[κυκλοφορώ]] [[νόμιμα]], είμαι σε [[χρήση]], είμαι το ισχύον [[νόμισμα]], σε Πολύβ.
|lsmtext='''νομιστεύομαι:''' Παθ., λέγεται για χρήματα, νομίσματα, [[κυκλοφορώ]] [[νόμιμα]], είμαι σε [[χρήση]], είμαι το ισχύον [[νόμισμα]], σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''νομιστεύομαι:''' (о монетах) быть общепринятым, иметь хождение, иметь законную силу Polyb., Sext.
}}
}}