Anonymous

νεόπλουτος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεόπλουτος:''' -ον, αυτός που πλούτισε πρόσφατα, [[ματαιόδοξος]] και ξιπασμένος (πρβλ. το γαλλ. nou­veau riche), σε Δημ., Αριστ.
|lsmtext='''νεόπλουτος:''' -ον, αυτός που πλούτισε πρόσφατα, [[ματαιόδοξος]] και ξιπασμένος (πρβλ. το γαλλ. nou­veau riche), σε Δημ., Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''νεόπλουτος:''' <b class="num">1)</b> недавно разбогатевший ([[ἀπελεύθερος]] Plut.; [[οἰκέτης]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> высокомерный, чванный ([[θεραπεία]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> претенциозный, пышный (δεῖπνα Plut.): ν. [[τρύξ]] Arph. высоко поднявшаяся (винная) гуща, т. е. зазнавшийся выскочка.
}}
}}